Monday, October 8, 2018

Τα χρώματα των τοίχων και των παντζουριών…

Τα χρώματα των τοίχων και των παντζουριών…

Sevgul Uludag

caramel_cy@yahoo.com

Τηλ: 99 966518

Ο πατέρας μου Huseyin Niyazi Sami, ή Niyazi Uludagh, αργότερα όταν πήρε το επίθετο του, ή «ο Niyazi από το Λευκόνοικο» όπως ήταν γνωστός, σε όλη του τη ζωή είχε πολύ στενές σχέσεις με Ελληνοκύπριος από τα χωριά του, την Ακανθού και το Λευκόνοικο… Ήταν γεννημένος στην Ακανθού και αργότερα μετακόμισε με την οικογένεια του στο Λευκόνοικο, η γιαγιά μου Faika και ο παππούς μου Sami είχαν το σπίτι τους δίπλα στο σπίτι της Μαμμούς (μαία) Αρετής και τα παιδιά έπαιζαν μαζί, έτρωγαν μαζί και όταν η Μαμμού έπρεπε να πάει σε άλλο χωριό για τη γέννα ενός βρέφους, η γιαγιά μου Faika πρόσεχε τα παιδιά της Μαμμούς, τα τάιζε και τα έβαζε να κοιμηθούν και διασφάλιζε ότι όλα ήταν εντάξει μέχρι να επιστρέψει η Μαμμού με τον γάιδαρο της…
Ο πατέρας μου πήγαινε στο σχολείο στο Λευκόνοικο και ήταν καλύτερος από τους Ελληνοκύπριους συμμαθητές του στα ελληνικά… Μιλούσε και διάβαζε και έγραφε άπταιστα τρεις γλώσσες, όπως οι περισσότεροι Κύπριοι την τότε εποχή: τουρκικά, αγγλικά και ελληνικά… Διάβαζε κλασσικά κάτω από τις λάμπες του δρόμου και συνέχισε τις σπουδές του στη Γεωργική Σχολή στη Λευκωσία με τη βοήθεια των Ελληνοκύπριων συγχωριανών από το Λευκόνοικο που είχαν δει τις δυνατότητες του και δεν τον ήθελαν να χαραμιστεί κτίζοντας δρόμους και τον ήθελαν να συνεχίσει τις σπουδές του… Ο Ελληνοκύπριος ηγέτης του Λευκόνοικου μάζεψε λεφτά από τους χωριανούς στο καφενείο του χωριού για να στείλει τον πατέρα μου Niyazi στη Λευκωσία για να γραφτεί στην Γεωργική Σχολή…
Ο πατέρας μου πράγματι πήγε στη Λευκωσία, αλλά περπάτησε από το Λευκόνοικο στη Λευκωσία, αφού τα λεφτά που μάζεψαν οι Ελληνοκύπριοι χωριανοί τα έδωσαν στον παππού μου που δεν έδωσε λίγα λεφτά στο γιο του για να ταξιδέψει με το λεωφορείο!
Αποφασισμένος και φρέσκος ως νεαρός άντρας, τελείωσε τις σπουδές του παρόλη τη φτώχεια όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι στην Κύπρο εκείνο τον καιρό και τον έστειλαν στο Δάλι για να φτιάξει ένα κήπο…
Σύμφωνα με την ιστορία της μακαρίτισσας μητέρας μου η Τουρκοκυπριακή ηγεσία της Γεωργικής Σχολής ζήλεψε τον πατέρα μου και παρόλο που είχαν ευκαιρίες να τον στείλουν στο Λονδίνο για περαιτέρω σπουδές στη γεωργία, αρνήθηκαν να τον κάνουν…
Στη διάρκεια της δουλειά του στο Δάλι, φύτευε ευκάλυπτους για να στεγνώσουν τα έλη και να εξαλειφτούν τα κουνούπια την τότε εποχή, ο πατέρας μου αρρώστησε με ελονοσία – η αδελφή του Pembe ταξίδεψε στο Δάλι για να τον φροντίζει και επίσης αρρώστησε και κείτονταν και οι δύο με ιδρώτα… Τότε ο θείος μου Hassan ταξίδεψε με το άλογο του από τη Λάρνακα για να τους ελέγξει και είπε στον πατέρα μου «Ξέχνα την γεωργία! Έλα θα σε γράψω αστυνομικό!» και έτσι είναι που ο πατέρας μου κατατάγηκε ως αστυνομικός…
Εργαζόταν σε διάφορα μέρη της Κύπρου, τελικά κατέληξε στην Αμμόχωστο όπου η μητέρα μου ήταν δασκάλα και ζούσε με την αδελφή της και το θείο της στην Αμμόχωστο σε ένα όμορφο σπίτι εκεί…
Ο πατέρας μου συνάντησε τον Ahmet Soyer, μεγάλο θείο μου από το Βαρώσι, και επίσης τη θεία μου Fatma και τη μητέρα μου Hatice Turkan…
Έγραφε γράμματα στη μητέρα μου ζητώντας της να τον παντρευτεί… Την είχε ήδη δει όταν δίδασκε στη Λεμεσό και κατά σύμπτωση μετατέθηκαν και οι δύο στην Αμμόχωστο όπου συναντήθηκαν οι δρόμοι τους…
Παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αμμόχωστο σε ένα σπίτι που τους είχε βρει ο κύριος Χασάπης, ο προϊστάμενος του πατέρα μου στην αστυνομία Αμμοχώστου, σε μια κάπως απομονωμένη περιοχή, αφού ήταν η περίοδος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και δεν μπορούσαν να βρουν σπίτια για να ενοικιάσουν σε πιο κατοικημένες περιοχές… Το σπίτι ήταν στο «English Halt», ένα μεγάλο σπίτι με πέντε δωμάτια που προοριζόταν να γίνει νοσοκομείο αλλά ήταν εγκαταλελειμμένο με σπασμένα παράθυρα… Το διόρθωσαν και μετακόμισαν εκεί… Κοντά βρισκόταν η Φάρμα του Garabet, ενός Αρμένιου Κύπριου όπου εργάζονταν Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι…
Η μητέρα μου γέννησε την αδελφή μου Ilkay και έμεινε στο σπίτι για να την φροντίζει – εκείνο τον καιρό οι Βρετανοί κυβερνώντες δεν επέτρεπαν σε παντρεμένες γυναίκες να διδάσκουν έτσι όταν παντρεύτηκε έπρεπε να εγκαταλείψει τη διδασκαλία…
Ο πατέρας μου συνέχισε να έχει πολύ καλές σχέσεις με τον Χασάπη και τους συναδέλφους του αλλά ένας Τουρκοκύπριος τον οποίο είχε συλλάβει για τα πλημμελήματα του, του κρατούσε κακία. Μόλις βγήκε από τη φυλακή πήγε και βρήκε ένα όπλο και πήγε στο απομονωμένο σπίτι στην Αμμόχωστο για να σκοτώσει τον πατέρα μου…
Η μητέρα μου μόνη στο σπίτι με την αδελφή μου πρόσεξε κάποιο άτομο έξω από το σπίτι και άρχισε να φωνάζει βοήθεια και αυτός φοβήθηκε και έφυγε…
Αυτό ήταν το τέλος της αστυνομικής καριέρας του πατέρα μου… Ο Χασάπης τον βοήθησε να μετατεθεί στη Λευκωσία αλλά μετά από λίγο καιρό παραιτήθηκε από την αστυνομία και άρχισε να δουλεύει στο Δημαρχείο Λευκωσίας.
Εγκαταστάθηκαν στο σπίτι που είχε η μητέρα μου στην οδό Ερμού…
Μετά η μητέρα μου γέννησε τον αδελφό μου Alper και ζούσαν στο σπίτι στην οδό Ερμού…
Τα δύο σπίτια που έδωσε στη μητέρα μου η θεία της Afet ήταν στην οδό Αγίου Ιακώβου, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ιακώβου… Στο τέλος του δρόμου ήταν η διάσημη οδός Ερμού, σύμφωνα με την αδελφή μου Ilkay, που θυμάται το κάθε δωμάτιο και την κάθε λεπτομέρεια αυτού του σπιτιού το οποίο δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου… Η θεία της μητέρας μου Afet ήταν παντρεμένη με τον κύριο Kazim από την Αυδήμου που ήταν πολύ πλούσιος και είχε πολλή γη και σπίτια – τα σπίτια γύρω από την οδό Ερμού… Εφόσον δεν είχαν παιδιά, έδωσαν τα σπίτια αυτά στα παιδιά της Ziba, αδελφής της Afet (η μητέρα μου ήταν ένα από τα παιδιά αυτά)… Πήραν την μητέρα μου για να ζήσει μαζί τους και την έστειλαν στο Παρθεναγωγείο Victoria και μετά στο σχολείο Shakespeare και έτσι είναι που η μητέρα μου τελικά έγινε δασκάλα…
Η αδελφή μου θυμάται τη θεία Afet και το σπίτι ξεκάθαρα, παρόλο που ήταν πολύ μικρή τότε…
Η θεία Afet ζούσε μαζί τους και η μητέρα μου την φρόντιζε μέχρι το θάνατο της… Η θεία Afet ήταν θεραπεύτρια και οι άνθρωποι πήγαιναν κοντά της για να πάρουν συνταγές φυσικών φαρμάκων για να θεραπεύσουν τις ασθένειες τους… Η θεία Afet έδωσε στην αδελφή μου ένα όμορφο ρολόι τοίχου και ένα τεράστιο χάλκινο καζάνι όταν πέθανε… Κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο και η μικρή Ilkay ήταν η παρέα της… Η αδελφή μου Ilkay έχει ακόμα το ρολόι τοίχου, όμως η μητέρα μου πούλησε το τεράστιο καζάνι αντίκα όταν η οικογένεια μας ήταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση…
Ο πατέρας μου εργαζόταν στο Δήμο Λευκωσίας με τον Δρ. Gigi (κύριος Δέρβης) και πάλι είχε πολύ καλές σχέσεις με τους συναδέλφους του εκεί…
Όμως τα σύννεφα του εθνικισμού ξεκίνησαν να μαζεύονται όταν δημιουργήθηκε η ΕΟΚΑ και αργότερα η ΤΜΤ – το 1955 όταν δημιουργήθηκε η ΕΟΚΑ, ο πατέρας μου προβλέποντας τι θα μπορούσε να συμβεί τα επόμενα χρόνια, ήθελε να φύγει από την οδό Ερμού – αγόρασε γη στην περιοχή Chaghlayan, κοντά στον Άγιο Κασσιανό και την Πύλη Αμμοχώστου και το σπίτι στο οποίο ζούμε τώρα τελείωσε για να μετακομίσουμε: Αυτό ήταν το 1956…
Ένας συνάδελφος του από το Δήμο Λευκωσίας, φίλος του πατέρα μου, ο κύριος Σταυράκης, του οποίου η αδελφή μου θυμάται ότι η γυναίκα του ονομαζόταν Ρενέ, απέκτησε γη στην περιοχή Keushkleuchiftlik στη Λευκωσία, κοντά στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας… Όταν ξεκίνησαν οι συγκρούσεις μεταξύ της ΤΜΤ και της ΕΟΚΑ, το σπίτι που προσπαθούσε να κτίσει ο κύριος Σταυράκης ήταν σε κίνδυνο: κάθε νύκτα κάποιοι άντρες της ΤΜΤ κατεδάφιζαν ένα τοίχο…
Ήρθε στον πατέρα μου για βοήθεια, όπως θυμάται η αδελφή μου: Ο πατέρας μου αγόρασε το μισοτελειωμένο σπίτι από αυτόν για να βοηθήσει…
Όμως τα σκοτεινά σύννεφα του εθνικισμού κτύπησαν έντονα και την οικογένεια μας επίσης: Οι καλές σχέσεις του πατέρα μου με τους Ελληνοκύπριους δεν ήταν «αποδεχτές» από την Τουρκοκυπριακή ηγεσία και λάμβανε «προειδοποιήσεις» και όταν ο πατέρας μου αρνήθηκε να ενταχθεί στην ΤΜΤ, λέγοντας ότι δεν μπορεί να σκοτώσει ούτε κότα, πόσο μάλλον άνθρωπο, τον φυλάκισαν… Έμεινε άνεργος… Η οικογένεια μου ήταν ξανά στη φτώχεια αλλά όμως είχαμε την ανθρώπινη μας αξιοπρέπεια… Ούτε ο πατέρας μου, ούτε η μητέρα μου υπέκυψαν στον εθνικισμό ή στις απίστευτες πιέσεις που τους έβαζε η Τουρκοκυπριακή ηγεσία της τότε εποχής…
Η οικογένεια μας δεν ήταν η μόνη που πλήρωσε ακριβά το τίμημα – ήταν ο καιρός που Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι ήταν υπό απειλή επειδή ήταν φιλικοί ο ένας προς τον άλλο – κάποιοι ξυλοκοπιούνταν από ομάδες από τη δική τους κοινότητα σε όλο το νησί…
Η οικογένεια μας παρέμεινε φτωχή, με χρέη για να πληρώσει και ο πατέρας μου πέθανε το 1966 με καρδιακό επεισόδιο – ένας από τους πρώτους αντιρρησίες συνείδησης που αρνείτο να πάρει όπλο και να σκοτώσει οποιοδήποτε – και η μητέρα μου προσπαθούσε να επιβιώσει χωρίς να σκύψει το κεφάλι της σε κανένα…
Θυμούμαι επίσης τις κάρτες για τη νέα χρονιά που λαμβάναμε από τον Κομισάριο της Λευκωσίας, ένα Ελληνοκύπριο που ήταν φίλος του πατέρα μου: επίσης θυμούμαι να τον επισκεπτόμαστε στο γραφείο του με τη μητέρα μου… Ο πατέρας μου πέθανε το 1965 αλλά όποτε περνούσα τα οδοφράγματα, όπου πήγαινα, έβρισκα ένα από τους Ελληνοκύπριους φίλους του…
Αυτό το μήνα, για πρώτη φορά στα τελευταία 60 χρόνια του σπιτιού που έχτισε ο πατέρας μου στο Chaghlayan, ανακαινίσαμε τους εξωτερικούς τοίχους… Για 60 χρόνια οι εξωτερικοί τοίχοι δεν είχαν επιδιορθωθεί ή βαφτεί… Έτσι ήρθαν εργάτες και δούλεψαν για 15 μέρες για να επισκευάσουν το εξωτερικό, να βάψουν τους τοίχους και τα παλιά ξύλινα παντζούρια… Έκλεισαν τις τρύπες από τις σφαίρες που έμειναν από τις συγκρούσεις του 1963 και 1974… Οι σφαίρες βρίσκονται ακόμα μέσα στους τοίχους του σπιτιού μας αλλά καλύφτηκαν με τσιμέντο και τώρα βάφτηκαν… Το σπίτι βρίσκεται σε ένα δρόμο που το 1963 ήταν διαιρεμένος με βαρέλια και σάκους με άμμο και το θυμούμαι πολύ καλά – ήμουν πέντε χρονών… Ο δρόμος είναι απόκοσμος αφού αν κοιτάξεις βλέπεις τη διαχωριστική γραμμή στο τέλος του δρόμου… Στο τέλος του δρόμου είναι το Beuyeuk Kaymakli (Καϊμακλί) – η νεκρή ζώνη – και τα βαρέλια παραμένουν εκεί που βρίσκονται…
Ενώ επιδιορθωνόταν το εξωτερικό του σπιτιού, έπρεπε να διαλέξω τα χρώματα για τους τοίχους και τα παντζούρια: μου πήρε αρκετό χρόνο να αποφασίσω…
Επέλεξα το χρώμα της άμμου για τους τοίχους… Για να μου θυμίζει τις όμορφες μέρες που πέρασα στις ακτές του Βαρωσιού όταν ο μεγάλος μας θείος Ahmet Soyer είχε ένα σπίτι στην οδό Ευριπίδου…
Το σπίτι στο Βαρώσι ήταν όμορφο – περνούσα τις διακοπές μου εκεί και στην παραλία στο Βαρώσι… Ο μεγάλος μας θείος Ahmet ήταν διάσημος επειδή κολυμπούσε στον πάγο όταν ήταν νέος στην Αμερική, και επίσης έκανε καταδύσεις και ψάρευε χταπόδια στο Βαρώσι, και ήταν στο εξώφυλλο περιοδικών…
Επέλεξα το χρώμα των παντζουριών του σπιτιού του μεγάλου μας θείου Ahmet στο Βαρώσι: ένα απαλό πρασινο-μπλέ – για να μου θυμίζει τη θάλασσα, να μου θυμίζει το παρελθόν, να μου θυμίζει τα παλιά χρόνια στην Κύπρο όπου κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς εθνικισμούς, χωρίς να δακτυλοδείχνουν ο ένας τον άλλο, σαν αδελφοί και αδελφές, σαν μια μεγάλη οικογένεια με ευτυχία ή λύπη, αλλά μια οικογένεια όπου μοιραζόσουν πράγματα…
Η ανακαίνιση τελείωσε και κάθομαι στον κήπο για να κοιτάξω το αμμώδες χρώμα των τοίχων και το πρασινο-μπλέ των παλιών ξύλινων παντζουριών και να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι στην Κύπρο έχουμε την επιλογή να ζήσουμε όπως παλιά: Να βρούμε την ομορφιά, να βρούμε τη φιλία, να βρούμε την αγάπη για να ξεπεράσουμε όλες τις διαφορές μας, τις οποίες μπορούμε να επιλύσουμε μέσα από διάλογο και αμοιβαία κατανόηση… Αν είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και ο ένας με τον άλλο, ναι, υπάρχει τρόπος να ζήσουμε όπως πριν, πριν οι εθνικισμοί καταφέρουν να χαλάσουν τα πράγματα στην Κύπρο…

Photo: Το αγαπημένο χόμπυ του θείου Ahmet στο Βαρώσι ήταν να πιάνει χταπόδια…

(*) Article published in the POLITIS newspaper on the 7th of October 2018, Sunday.

No comments: