Tuesday, September 17, 2019

Αναμνήσεις από τον Άγιο Λουκά και τον Άγιο Κασσιανό…

Αναμνήσεις από τον Άγιο Λουκά και τον Άγιο Κασσιανό…

Sevgul Uludag

caramel_cy@yahoo.com

Τηλ: 99 966518

Ο Γιώργος Ολύμπιος γεννήθηκε το 1948 στη γειτονιά του Αγίου Λουκά, μια μικτή γειτονιά όπου ο ήχος των καμπάνων της εκκλησίας του Αγίου Λουκά αναμειγνυόταν με το κάλεσμα για προσευχή από το Akkavuk Mesdjit. Ο Άγιος Λουκάς, όπως ο Τακτακαλάς, ο Άγιος Ανδρέας (Tophane), ο Άγιος Κασσιανός, η Omerge και το Yenicami ήταν μικτή γειτονιά… Τουρκοκυπριακές και ελληνοκυπριακές οικογένειες ζούσαν μαζί στον ίδιο δρόμο, η μια δίπλα στην άλλη, αγωνιζόντουσαν για να επιβιώσουν στο νησί αυτό, προσπαθούσαν να δουλέψουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να φέρουν φαγητό στις οικογένειες τους… Στην αυλή του Αγίου Λουκά γινόταν πανηγύρι κάθε χρόνο, ένα γνωστό πανηγύρι που διαρκούσε τέσσερεις μέρες και τέσσερεις νύκτες… Εκεί πωλούνταν παραδοσιακά φαγητά και τόσο οι Τουρκοκύπριοι όσο και οι Ελληνοκύπριοι επισκέπτονταν το πανηγύρι για να αγοράσουν και να πουλήσουν πράγματα… Αυτές ήταν φτωχές γειτονιές, οι εργάτες ενοικίαζαν σπίτια και άλλαζαν σπίτια συχνά… Όλοι προσπαθούσαν να επιβιώσουν, βοηθώντας ο ένας τον άλλο χωρίς να σκέφτονται πολύ για «πολιτικά» - η πραγματική ζωή ήταν σκληρή: Ήταν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η Κύπρος ήταν ακόμα Βρετανική αποικία… Σύντομα, η Κύπρος εντάχθηκε στον αντι-αποικιακό αγώνα που εκδηλωνόταν στις άλλες αποικίες στη Δύση, σε μακρινά μέρη…. Και αυτό επηρέασε αυτές τις μικτές γειτονιές αφού η «ατζέντα» άλλαξε από «αντι-αποικιακή» σε ρήξη μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων με τη βοήθεια των άλλων «παικτών» και έφερε το νησί μας μέχρι την πραγματική διαίρεση του νησιού μας…
Ο πατέρας του Γιώργου, Μιχάλης Ολύμπιος, έφτιαχνε καρέκλες. Είχε μετακομίσει στη Λευκωσία από τη Λεμεσό τη δεκαετία του '20 και είχε στήσει το εργαστήριο του στην Αραστά, ένα πολύχρωμο δρόμο με πωλητές και παραγωγούς… Στη οδό Αραστά, που οδηγεί στην Αγία Σοφία, μια άλλη μικτή περιοχή, υπήρχαν παπουτσήδες, κοσμηματοποιοί, άτομα που έφτιαχναν χαλουβά και καθρέφτες και δίπλα από την Αγία Σοφία ήταν το μεγάλο παντοπωλείο για φρέσκα φρούτα, λαχανικά και κρέας. Οι χασάπηδες επίσης εργάζονταν μαζί σε αυτή την αγορά… Το 1952-53 ο Μιχάλης Ολύμπιος μετέφερε το μαγαζί του λίγο πιο κάτω μέσα στο Χάνι του Αγίου Αντώνη, πίσω από τους διάσημους κατασκευαστές χαλουβά… Η οικογένεια άλλαξε επίσης σπίτια πολλές φορές αφού ήταν μόνο ενοικιαστές και τελικά το 1958 κατέληξαν σε ένα σπίτι στον Άγιο Κασσιανό, μια άλλη μικτή γειτονιά.
Τώρα ο Γιώργος ήταν 10 χρονών και ο αδελφός του Σάββας 8 ½ - το πρωί καθώς πήγαιναν στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κασσιανού έριχναν πέτρες στα Τουρκοκύπρια παιδιά κάτω από τα τείχη, κοντά στο νοσοκομείο της ΠΕΟ. Όμως το απόγευμα, όταν επέστρεφαν στο σπίτι, έπαιζαν με τα Τουρκοκύπρια παιδιά της γειτονιάς, σαν πως και δεν είχε συμβεί τίποτα και δεν διερώτονταν για ήταν έτσι τα πράγματα… Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Πανίκου Νεοκλέους, όταν ήταν παιδί και αυτός έριχνε πέτρες στα Τουρκοκύπρια παιδιά στον Τακτακαλά – τα Τουρκοκύπρια και Ελληνοκύπρια παιδιά είχαν ήδη διαμάχες στους δρόμους με πέτρες σύμφωνα με την «διάθεση» της τότε εποχής!
Ήδη το 1956, η Λευκωσία άρχισε να είναι διαιρεμένη. Το 1958 αυτό προχώρησε ένα βήμα πιο κάτω και δημιουργούνταν «φασαρίες» για να σπρώξουν την «άλλη κοινότητα» μακριά από την παραδοσιακά μικτή γειτονιά της. Στην Omerge κάποιοι Ελληνοκύπριοι έβαλαν φωτιά σε κάποια τουρκοκυπριακά σπίτια, αλλά άλλοι Ελληνοκύπριοι γείτονες έτρεξαν να σβήσουν τις φωτιές… Είχαν προσπαθήσει να κάψουν το σπίτι του Mehmet Hakki, ενός μπακάλη που είχε το κατάστημα του στην περιοχή του παντοπωλείου αλλά ο καλόκαρδος γείτονας του Παναγής, ένας μπογιατζής, έσβησε τη φωτιά… Ενώ προσπαθούσε να ρίξει νερό από το μπαλκόνι του, ο Παναγής έπεσε και έσπασε το πόδι του… Έβαλαν φωτιά στο σπίτι της Shefika Durduran, αλλά πάλι κάποιοι άλλοι Ελληνοκύπριοι γείτονες έσβησαν εκείνη τη φωτιά…
Τους καλοκαιρινούς μήνες του 1958 ο Γιώργος Ολύμπιος παρά τις προειδοποιήσεις του πατέρα του να μην βγει έξω, δεν τον άκουσε και πήγε στο σχολείο του Αγίου Κασσιανού για να παίξει με τον 8 ½ χρονο αδελφό του Σάββα. Ο Μιχάλης Ολύμπιος όταν είδε ότι υπήρχαν ορισμένοι ακραίοι εθνικιστές νέοι της ΤΜΤ που γυρνούσαν στους δρόμους άρχισε να ανησυχεί και πήγε στο σχολείο για να πάρει τους γιους του… Ενώ περπατούσε πίσω προς το σπίτι, κρατώντας τα χέρια των δύο παιδιών του, οι νέοι της ΤΜΤ τον κλώτσησαν στην πλάτη, έπεσε και άρχισαν να κλωτσούν το κεφάλι του πληγώνοντας τον… Ο Γιώργος και ο Σάββας Ολύμπιος παρακολουθούσαν τρομοκρατημένοι όλη την σκηνή όπου ο πατέρας τους ξυλοκοπήθηκε χωρίς καμιά δικαιολογία… Σε λίγες στιγμές κάποιοι καλόκαρδοι Τουρκοκύπριοι γείτονες έτρεξαν για να τον πάρουν στο σπίτι και να φροντίσουν τις πληγές του με ένα κουτί πρώτων βοηθειών. Τηλεφώνησαν στη μητέρα του Γιώργου, την Κυριακού και κανόνισε αυτοκίνητο για να έρθει στο σπίτι από τη δουλειά και να πάρει το σύζυγο της στο νοσοκομείο. Η μικτή, ήσυχη ζωή είχε τελειώσει και Βρετανοί στρατιώτες συνόδευσαν την οικογένεια, παρέχοντας τους ένα φορτηγό για να μεταφέρουν τα υπάρχοντα τους και να μετακομίσουν από τον Άγιο Κασσιανό στο Καϊμακλί…
Η ήσυχη ζωή στις μικτές γειτονιές της Λευκωσίας είχε τελειώσει: οι Τουρκοκύπριοι ωθούνταν να φύγουν και οι Ελληνοκύπριοι ωθούνταν να φύγουν, ώστε να αρχίσει να υλοποιείται το σχέδιο «TAKSIM» (διχοτόμηση)… Οι κοινότητες που ζούσαν μαζί για αιώνες χωρίς αιματοχυσίες, άνθρωποι που βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, που έτρωγαν μαζί, που έπιναν μαζί, ήταν τώρα αντιμέτωποι με μια άλλη «πραγματικότητα»: Αυτά ήταν τα χρόνια που τράφηκε η εχθρότητα, γαλουχήθηκε και μεγάλωσε με ένα βουνό από ψέματα… Αυτά έγιναν τα χρόνια στα οποία μάζες ανθρώπων έβγαιναν στους δρόμους με το παραμικρό! Ο «εθνικισμός», που πρόσφατα ανακαλύφθηκε, τύφλωσε τους ανθρώπους και βρίσκονταν «ήρωες» ανάμεσα στις μάζες που δεν έκαναν δεύτερη σκέψη όταν επιτίθονταν σε περιουσίες και ζωές… Στο χάος αυτό, οι καλόκαρδοι Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι προσπάθησαν να σώσουν ο ένας τον άλλο, όπως συνέβαινε σε όλη την ιστορία μας, όμως η καλή τους θέληση, η καλή τους καρδιά και πνεύμα δεν ήταν αρκετό για να συναγωνιστεί με το αίσθημα «εχθρότητας» που ήταν «στη μόδα» και που διοχετευόταν και τρεφόταν με προβοκάτσια και από τις δύο πλευρές. Η «μόδα» τώρα ήταν η επίθεση και ανάγκασαν τόσο τους Ελληνοκύπριους του Αγίου Λουκά όσο και τους Τουρκοκύπριους της Omerge να φύγουν, αρχίζοντας τη διαδικασία της προσφυγοποίησης στη δική τους γη που επαναλήφθηκε τα επόμενα χρόνια, το 1963 και το 1974…
Όταν ο Γιώργος άρχισε το γυμνάσιο στη Νεάπολη στη Λευκωσία το 1963-64, μια μέρα ένας από τους συμμαθητές τους έφερε στην τάξη ένα πραγματικό πιστόλι. Ο συμμαθητής του δεν ήξερε πώς να το χρησιμοποιεί… Όλη η τάξη μαζεύτηκε γύρω του για να δει αυτό το καινούργιο «παιγνίδι» και το αγόρι ενώ προσπαθούσε να καταλάβει πώς να το χρησιμοποιεί, το πιστόλι εκπυρσοκρότησε τραυματίζοντας αυτόν που το έφερε στο σχολείο και ένα άλλο συμμαθητή του. Ένα άλλο αγόρι πήρε το πιστόλι που ήταν γεμάτο αίμα και το πήρε στο διευθυντή και έστειλαν αμέσως τα αγόρια στο νοσοκομείο για θεραπεία. Την επόμενη μέρα, η εφημερίδα ΜΑΧΗ του Σαμψών δημοσίευσε τις φωτογραφίες αυτών των δύο αγοριών, με την «είδηση» ότι «Τουρκοκύπριοι εξτρεμιστές άνοιξαν πυρ από το Λύκειο και πυροβόλησαν δύο Ελληνοκύπριους μαθητές!». Το Τουρκοκυπριακό Λύκειο δεν ήταν καν κοντά στη Νεάπολη και ο Γιώργος εκπλάγηκε με την «είδηση» αυτή, αφού το συμβάν έγινε μπροστά στα μάτια του! Η ίδια γραμμή ακολουθείτο για να ανάψει τη μια κοινότητα ενάντια στην άλλη: Το άγαλμα του Μάρκου Δράκου βομβαρδίστηκε και το φταίξιμο ρίχθηκε στους Τουρκοκύπριους, όπως και το τζαμί του Bayraktar βομβαρδίστηκε και το φταίξιμο ρίχθηκε στου Ελληνοκύπριους. Οι κοινότητες μας έμαθαν την αλήθεια μετά από χρόνια αλλά ήταν ήδη αργά διότι τότε είχαν ξεγελαστεί… Μια μέρα ο Γιώργος είδε στο σχολείο του στον Άγιο Κασσιανό ότι κάποιος είχε προσπαθήσει να βάλει φωτιά στην καντίνα αλλά η φωτιά σβήστηκε. Όταν ρώτησε του είπαν ότι «Ήταν οι Τουρκοκύπριοι που το έκαναν αυτό…» Βρήκαν τρία αποτσίγαρα και ένα άδειο πακέτο ως «αποδεικτικό στοιχείο». Ο Γιώργος ήταν μπερδεμένος και το θεώρησε παράξενο. Μετά από χρόνια έμαθε ότι ένας Ελληνοκύπριος, με τις διαταγές ενός άλλου Ελληνοκύπριου, προσπάθησε να κάψει την καντίνα… Πάλι, η αλήθεια ήρθε πολύ αργά, πολύ αργά μετά τη διαίρεση της χώρας μας, πολύ αργά μετά από όλη την αιματοχυσία, πολύ αργά μετά από τόσα τραγικά συμβάντα που έγιναν στο νησί αυτό…
Πάμε με το Γιώργο να επισκεφτούμε τις γειτονιές του Αγίου Λουκά και του Αγίου Κασσιανού… Οι Τουρκοκύπριοι έχουν αντικατασταθεί σχεδόν εξ' ολοκλήρου από έποικους από την Τουρκία… Υπάρχουν μόνο λίγοι Τουρκοκύπριοι που ζουν στην εντός των τειχών πόλη και μετά από 50 χρόνια, η ανάμνηση των μικτών γειτονιών έχει εντελώς εξαφανιστεί… Τηλεφωνώ σε πολλά άτομα αλλά υπάρχουν μόνο λίγοι που θυμούνται τη μικτή ζωή στη Λευκωσία… Πέρασε μισός αιώνας και λίγοι είναι ζωντανοί που θυμούνται τις μέρες όταν οι κοινότητες μας ζούσαν ειρηνικά και εργαζόντουσαν μαζί… Η «επιτυχία» του σχεδίου της «διχοτόμησης» εξαφανίζει επίσης και την ανάμνηση μιας συλλογικής ζωής… Αυτοί που θυμούνται είναι ηλικιωμένοι και όταν πεθάνουν, οι αναμνήσεις αυτές θα εξαφανιστούν μαζί τους… Νιώθω λυπημένη, όπως και ο Γιώργος Ολύμπιος, για τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα πράγματα…
«Αν δεν λύσουμε το Κυπριακό πρόβλημα, πρώτα θα εξαφανιστούν οι Τουρκοκύπριοι και μετά και οι Ελληνοκύπριοι… Σε 50 χρόνια, αν δεν λυθεί το πρόβλημα, θα υπάρχουν κάτοικοι στο νησί αυτό αλλά οι κάτοικοι αυτοί δεν θα είναι Κύπριοι…», λέει…
Έχουμε χάσει κάτι τόσο πολύτιμο που δεν μπορεί να αντικατασταθεί… Το μόνο πράγμα που μπορούμε να καταφέρουμε είναι να διασώσουμε κάποιες αναμνήσεις για το πώς ήταν τα πράγματα στο παρελθόν και ποιος έπαιξε ποιο ρόλο στη δημιουργία της διχοτόμησης στο νησί που υπάρχει φυσικά και ψυχολογικά ανάμεσα στις κοινότητες μας…


(*) Article published in the POLITIS newspaper on the 12th of February, 2012, Sunday.



Αναμνήσεις ενός παιδιού από το Akkavuk – Άγιος Λουκάς…

Sevgul Uludag
caramel_cy@yahoo.com
Τηλ: 99 966518

Μετά τη συνέντευξη μου με το Γιώργο Ολύμπιο, του οποίου η ιστορία δημοσιεύτηκε στις σελίδες αυτές το Φεβρουάριο, πάω για να μιλήσω με τον Huseyin Kaba, που μεγάλωσε στον Άγιο Λουκά, κάποτε ένα πολυπολιτισμικό μαχαλά στο κέντρο της Λευκωσίας, που φιλοξενούσε και την εκκλησία του Αγίου Λουκά και το Mesdjit (τζαμί) του Akkavuk. Γεννήθηκε το 1945 στη Μόρα, το χωριό του πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν ο γιός του Kaba Mustafa, ο Salahi και η μητέρα του ήταν η κόρη του Andir Salih από την Αφάνεια. Μετακόμισαν στη Λευκωσία το 1948 όταν ο Huseyin ήταν μόλις τριών χρονών. Εκείνο τον καιρό η Μόρα και η Αφάνεια ήταν σχεδόν μικτά χωριά… Ο πατέρας του Huseyin εργαζόταν ως κλητήρας στο Δημαρχείο Λευκωσίας. Πρώτα έζησαν στον Τακτακαλά και μετά μετακόμισαν στο Καϊμακλί… Θυμάται το γείτονα του τον Παναγή που πουλούσε νερό με μια άμαξα με άλογο. Μετά μετακόμισαν στη γειτονιά του Αγίου Λουκά και ζούσαν σε ένα δρόμο κοντά στο Akkavuk Mesdjit. Ήταν πέντε χρονών το 1950 και εκείνη τη χρονιά χιόνισε στη Λευκωσία. Μου εξιστορεί αυτά που θυμάται από την εποχή εκείνη:
«Υπήρχαν πολλοί Ελληνοκύπριοι γύρω από τον Άγιο Λουκά… Όταν περπατούσα για να πάω στο δημοτικό ορισμένα χρόνια μετά, θυμούμαι να βλέπω Ελληνοκύπριες γυναίκες να φορούν μαύρα ρούχα, ηλικιωμένες γυναίκες να φτιάχνουν κόλλιφα, φλαούνες, κουλούρια και πουρέκια για να τα πάρουν στην εκκλησία τις περιόδους των γιορτών / πανηγυριών. Ο παπάς ζούσε στην οδό Laleli και αυτές οι ηλικιωμένες γυναίκες έπαιρναν αυτά που είχαν φτιάξει στο σπίτι του, τις έβλεπα ενώ περνούσα… Θυμούμαι τον κύριο Γιάννη που ζούσε στην οδό Alsancak. Είχε σύζυγο και μια κόρη, δεν θυμούμαι να είχε άλλα παιδιά. Ζούσαν σε ένα πολύ μικρό σπίτι – υπήρχαν δύο σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα του. Είχε ένα μικρό καρότσι και είχε φτιάξει μια μικρή ράμπα για να βάζει και να βγάζει το καρότσι από το σπίτι του. Πουλούσε χαλουβά με το καρότσι του, και στους Τουρκοκύπριους και στους Ελληνοκύπριους. Όταν έβγαινε από το σπίτι του ένωνε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του σαν Βουδιστής και στρεφόταν προς το Akkavuk Mesdjit κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και μετά στρεφόταν προς την εκκλησία του Αγίου Λουκά και έκανε το σταυρό του. Αποχαιρετούσε τη γυναίκα του και πήγαινε για να πουλήσει τον χαλουβά του... Πήγαινε μέχρι την εκκλησία της Φανερωμένης και πουλούσε το χαλουβά του… Αγοράζαμε χαλουβά από αυτόν, συμπληρωμένο με ασπρισμένα αμύγδαλα και κανέλλα από πάνω για ένα γρόσι ή μισό γρόσι… Τρώγαμε το ζεστό χαλουβά καθοδόν προς το σχολείο και είχε τόσο ωραία γλυκιά γεύση. Θυμούμαι επίσης το πανηγύρι… Το πανηγύρι του Αγίου Λουκά γινόταν στις 18 Οκτωβρίου και διαρκούσε τέσσερεις μέρες… Και οι Τουρκοκύπριοι συμμετείχαν στο πανηγύρι αυτό. Οι Τουρκοκύπριοι χρησιμοποιούσαν τη βορειοανατολική μεριά της αυλής όπου πουλούσαν σιάμιση και λοκμάδες… Στο πανηγύρι υπήρχε σουτζούκος, καρύδια, ξηροί καρποί, όλα τα είδη παστελιού και επίσης υπήρχαν και άτομα που πουλούσαν σουβλάκια με καρότσια… Η μυρωδιά σκορπιζόταν σε όλο το μαχαλά!
Θυμούμαι μιαν Αρμένισσα γυναίκα που ζούσε στο δρόμο μας, το όνομα της ήταν Arpine και ήταν παντρεμένη με τον Kemal Sinemacioghlu. Η γυναίκα αυτή, όπως και ο σύζυγος της, εργαζόταν στη CYTA… Είχε καλές σχέσεις με τους γείτονες της και μιλούσε πολύ καλά τουρκικά… Αγαπούσε την Ανατολία – η οικογένεια της πιθανόν να καταγόταν από εκεί. Δεν ζει πλέον. Σε κάποια στιγμή είχε γίνει σεισμός στο Varto στην Ανατολία και η κυρία Arpine και ο κύριος Kemal είχαν πάρει ένα ορφανό από το Varto, υιοθετώντας το – το κορίτσι αυτό μεγάλωσε και έγινε δασκάλα…
Υπήρχε επίσης ένας μεϊχανετζής-μπακάλης (ιδιοκτήτης εστιατορίου), ο Λοΐζου, στην περιοχή αυτή. Ο Λοΐζου ήταν ένας καθαρός, έξυπνος άντρας με χαμογελαστό πρόσωπο… Υπήρχαν έξι βαρέλια κρασιού στο εστιατόριο του… Το μικρό του εστιατόριο είχε τέσσερα τραπέζια και μύριζε κρασί… Τα σαββατοκύριακα, όλη η γειτονιά αγόραζε ότι χρειαζόταν από τον Λοΐζου. Εφόσον το εστιατόριο ήταν ανοικτό, τους άφηνε να περιμένουν εκεί και έπαιρνε τα πράγματα που χρειαζόντουσαν από το κατάστημα του δίπλα, διότι τον καιρό των Βρετανών, τα σαββατοκύριακα έπρεπε να έκλεινες το μπακάλικο σου για ενάμιση μέρα.
Αυτοί που έπιναν στον «πάγκο» στο μεϊχανέ (εστιατόριο) του Λοΐζου ήταν οι καλύτεροι του «μουστερήδες» (πελάτες) και ανάμεσα τους ήταν και ο πατέρας μου. Τους σέρβιρε παστό ψάρι, γιαούρτι, παστουρμά, τυρί, ελιές τσακιστές, ταχίνη, κάππαρη και ψωμί. Αργά τη νύκτα, η γυναίκα του Λοΐζου μαγείρευε σούπα φακές σε ζωμό από κόκκαλα, πατάτες τηγανιτές ή τηγανητό παστουρμά με αυγά και αυτά ήταν «κερασμένα»!
Το 1956 οι άνθρωποι που ζούσαν στη γειτονιά του Αγίου Λουκά ήταν ανήσυχοι και καθώς περνούσαν τα χρόνια προς το 1958, οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να φεύγουν από τη γειτονιά. Υπήρχε ένας Τουρκοκύπριος τσαούσης (λοχίας) που ονομαζόταν Nihat και τον σκότωσαν δύο άντρες της ΕΟΚΑ στην γειτονιά μας. Ο Nihat είχε ένα αδελφό που έπαιζε ποδόσφαιρο σε μια ομάδα στην μικτή ομοσπονδία Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων. Η ΕΟΚΑ ακολουθούσε τον τσαούση Nihat – δύο άτομα της ΕΟΚΑ είχαν έρθει και τον σκότωσαν μπροστά στο σπίτι της Emine – την φωνάζαμε «όμορφη Emine» - όταν άκουσε τους πυροβολισμούς βγήκε έξω – ερχόταν μια καρότσα και έτσι ένας από τους άντρες της ΕΟΚΑ γύρισε πίσω και ο άλλος άντρας της ΕΟΚΑ έκλεψε το ποδήλατο του φίλου μας Gursel μετά που πάλεψε μαζί του για να του πάρει το ποδήλατο… Η Emine πήδηξε πάνω στον άντρα της ΕΟΚΑ που είχε γυρίσει πίσω και τον έριξε στο έδαφος, σχεδόν πάλεψε μαζί του και φώναζε δυνατά… Ο άλλος άντρας που προσπάθησε να κλέψει το ποδήλατο διέφυγε και λέγεται ότι πήγε για να κρυφτεί στο σπίτι του παπά του Αγίου Λουκά. Σύντομα ήρθε η αστυνομία και συνέλαβε τον άντρα της ΕΟΚΑ που είχε πιάσει η Emine. Ο λοχίας Nihat πέθανε στο δρόμο, αιμορραγώντας μέχρι θανάτου…
Για την ασφάλεια της, έκαναν μια πρόταση στην Emine: Της είπαν να επιλέξει μεταξύ της Τουρκίας και της Αγγλίας. Της έδωσαν επίσης ορισμένα χρήματα για να φύγει από την χώρα και έφυγε…
Όμως μετά τη δολοφονία του λοχία Nihat το 1958, έφυγαν όλοι οι Ελληνοκύπριοι του Αγίου Λουκά από τη γειτονιά. Η εκκλησία του Αγίου Λουκά κάηκε τρεις φορές… Δεν ήταν μόνο η εκκλησία του Αγίου Λουκά που είχε καεί, ήταν επίσης και η Τουρκική Εκπαιδευτική Λέσχη πιο πάνω, που είχε καεί τη νύκτα της 1ης Μαΐου 1958. Αυτή ήταν μια λέσχη προοδευτικών Τουρκοκυπρίων που είχε οργανωθεί στην ΠΕΟ...
Εκείνο τον καιρό οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν σε Τουρκοκυπριακές γειτονιές έφευγαν… Πολλοί, και Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι, μετανάστευσαν στο Λονδίνο το 1958 μετά από όλες αυτές τις φασαρίες. Υπήρχαν επίσης και οικονομικοί λόγοι, οι άνθρωποι ήταν φτωχοί, υπήρχε πολλή ανεργία… Η αδελφή μου ζούσε στην Omerge και μετά τα συμβάντα της ΕΟΚΑ-ΤΜΤ έφυγε και ήρθε να ζήσει μαζί μας. Είχα μια θεία, την Feride Hassan που ζούσε στην Αγλαντζιά, στο λόφο «Djenk» - αντάλλαξε το σπίτι της με ένα Αρμένη και ήρθε να ζήσει στη Λευκωσία, στο Kumsal και ενοικίαζε το σπίτι της σε ένα στρατιωτικό γιατρό από την Τουρκία με τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του… Προσπάθησε να ξεφύγει από τις συγκρούσεις ανταλλάσσοντας ακόμα και το σπίτι της, αλλά ο θάνατος την βρήκε το Δεκέμβριο του 1963 όταν επιτέθηκαν στο σπίτι της και σκοτώθηκε όπως επίσης και η γυναίκα και τα τρία παιδιά του γιατρού που ζούσαν μαζί της στο σπίτι της… Ο σύζυγος της επίσης τραυματίστηκε σοβαρά σε εκείνη την επίθεση…
Νιώθω πολύ λυπημένος όταν πηγαίνω στο Akkavuk και τον Άγιο Λουκά… Βλέπω πως καταρρέουν τα σπίτια… Νιώθω πολύ λυπημένος βλέποντας πως άλλαξε εντελώς η Λευκωσία, όχι μόνο ο μαχαλάς μας… Έχω γράψει ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις μου από τη Λευκωσία και θα εκδοθεί σύντομα…»
Ευχαριστώ τον Huseyin Kaba και ανυπομονώ να διαβάσω το βιβλίο του με τις αναμνήσεις του από τη διαιρεμένη μας Λευκωσία…

(*) Article published in the POLITIS newspaper on the 29th of April, 2012, Sunday.

No comments: