Tuesday, January 3, 2017

Μια συνέντευξη του Δρ. Dervish Ozer: «Σημειώσεις από ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου…»

Μια συνέντευξη του Δρ. Dervish Ozer: «Σημειώσεις από ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου…»

Sevgul Uludag

caramel_cy@yahoo.com

Τηλ: 99 966518

Σήμερα θέλω να μοιραστώ μαζί σας μια αδημοσίευτη, πραγματική ιστορία γραμμένη από το Δρ. Dervish Ozer… Έχει πάρει συνέντευξη από ένα άτομο (το όνομα του οποίου είναι άγνωστο και σε εμάς) και έχει καταγράψει αυτά που έχει πει, τις εμπειρίες του από ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου από το 1974… Το άτομο του οποίου έχει πάρει συνέντευξη είναι ένας Τουρκοκύπριος που ήταν υπεύθυνος σε στρατόπεδο όπου υπήρχαν εκατοντάδες αιχμάλωτοι το 1974…
Αυτά είναι που είπε ο Τουρκοκύπριος αυτός και κατέγραψε ο Dervish Ozer:
«Ποτέ δεν μιλώ για αυτά τα πράγματα… Πως είναι και εμφανίζεσαι τώρα; Θα μου ποτίσεις λίγα κονιάκ και θα γράψεις αυτά που λέω; Όχι… Θα περιμένεις πολύ καιρό για αυτό. Έχουν περάσει 40 χρόνια από τον πόλεμο. Αυτοί που έχουν πεθάνει, πέθαναν και αυτοί που έμειναν, έμειναν.
Κατ' ακρίβεια ας μιλήσουμε λίγο έτσι ώστε να ξέρουν. Διότι όταν πεθάνω, θα είναι όλα μονόπλευρα, αυτά που θα λένε, θα λένε για μένα, έκανε αυτό και έκανε εκείνο. Άσε με λοιπόν να σου πω έτσι ώστε να μην μείνει μυστικό, όλα πρέπει να βγουν στα ανοικτά έτσι ώστε να γίνει γνωστό ποιος έκανε τι…
Με έβαλαν υπεύθυνο του στρατοπέδου με τους αιχμαλώτους πολέμου διότι μιλούσα ελληνικά. Στο στρατόπεδο βρίσκονταν 600 άτομα ήταν υπό τη διοίκηση μου…
Φυσικά… Υπό τη διοίκηση μου…
Μια μέρα ήρθε μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα. Μόλις είχα μπει στο στρατόπεδο, δεν είχα καν καθίσει κάτω… Η γυναίκα ήρθε κλαίγοντας… Τη ρώτησα τι είχε συμβεί, ξεροκατάπιε… «Το παιδί είναι άρρωστο, βρε κύριε… Πήραν το παιδί από τη μητέρα, αυτή σερβίρει φαγητό… Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πάρε την κόρη μου και έλα… Το παιδί έχει πυρετό… Και ο άντρας της είναι στην εκκλησία, την είδε που πήγαινε… Είναι ντροπή και για αυτόν και για την κόρη μου…»
Ήμουν τόσο θυμωμένος που ξέχασα τη θέση μου! Έβαλα ένα γεμάτο γεμιστήρα στο όπλο Thompson μου και έλεγξα το δεύτερο γεμιστήρα. Ετοίμασα το όπλο μου και χωρίς να ακούσω τι έλεγε οποιοσδήποτε, μπήκα στο δωμάτιο όπου έτρωγαν και έπιναν τέσσερεις υψηλόβαθμοι διοικητές. Με το χέρι στη σκανδάλη, μπήκα στο δωμάτιο.
«Όλες οι γυναίκες πίσω στους θαλάμους!» φώναξα!
Στα πρόσωπα των γυναικών που σέρβιραν φαγητό και ποτό εμφανίστηκε ένα απρόθυμο χαμόγελο… Όμως έτρεμα με οργή και δεν χαμογέλασα πίσω στις γυναίκες… Το χέρι μου στη σκανδάλη του Thompson, απλά τους περίμενα να πουν μια λέξη… Όμως η λέξη δεν αρθρώθηκε. Είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου για εκείνη τη λέξη πριν να σπεύσω σε εκείνο το δωμάτιο.
Περίμενα να μου πουν «Τι στο διάολο κάνεις, στάσου σε προσοχή!»
Το μόνο πράγμα που τους άκουσα να λένε ήταν «Εντάξει, οι γυναίκες μπορούν να πάνε… Έτσι κι αλλιώς φεύγαμε…»
Και σηκώθηκαν και έφυγαν.
Πήγαν και παραπονέθηκαν για μένα.
Ακόμα πιο υψηλόβαθμοι διοικητές ήρθαν και έκαναν έρευνα.
«Θα τους πυροβολούσες;» με ρώτησαν.
Δεν είπα τίποτα, απλά έμεινα σιωπηλός.
Αλλά αν αυτό ήταν σήμερα, θα τους πυροβολούσα. Είτε άνοιγαν το στόμα τους είτε όχι…
Εκείνες οι μέρες ήταν σκληρές και δύσκολες… Εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά, ηλικιωμένες και νεαρές, και στρατιώτες, όλοι κάτω από τον έλεγχο μου. Ήταν έντιμοι άνθρωποι. Όλοι τους αιχμάλωτοι πολέμου. Χρειάζονταν ρούχα, ήταν πεινασμένοι. Όμως ήταν έντιμοι άνθρωποι. Πραγματικοί άνθρωποι… Όλοι τους είχαν προδοθεί από άτομα με τα οποία μεγάλωσαν και όλοι τους είχαν δει το άσχημο πρόσωπο του πολέμου… Κάποιοι από αυτούς πιάστηκαν στο σπίτι τους ή στον κήπο τους και τους έφεραν εδώ. Τα σπίτια τους ήταν λίγο πιο πάνω αλλά δεν μπορούσαν να πάνε εκεί. Για μέρες πεινούσαν και κανένας δεν άνοιγε το στόμα του για να πει οτιδήποτε. Τα παιδιά έκλαιγαν από την πείνα και κάθε φορά που έκλαιγαν τους έδιναν νερό…
Κάποιες από αυτές ήταν μόνες, δεν ήξεραν που ήταν οι σύζυγοι και τα παιδιά τους. Είχαν πεθάνει οι σύζυγοι τους; Που ήταν τα παιδιά τους; Άραγε ο έξω κόσμος ήξερε οτιδήποτε για αυτές; Οι γυναίκες και τα παιδιά έπρεπε να υποφέρουν τον ξυλοδαρμό των συζύγων και των πατεράδων τους και θα ήταν αβοήθητες προσπαθώντας να τους παρηγορήσουν μετά…
Υπήρχαν νεογέννητα παιδιά, βρέφη που χρειάζονταν γάλα. Σαν και ο πόλεμος να ήταν δικό τους φταίξιμο, δεν υπήρχε γάλα στο στήθος της μητέρας τους. Τα παιδιά έκλαιγαν… Οι γυναίκες απελπισμένες, τα νεογέννητα δεν πίνουν νερό, αλλά η πείνα δύο ημερών τα ανάγκασε να πίνουν νερό.
Οι πληγωμένοι από τη μια πλευρά, η απελπισία από την άλλη…
Πρώτα νόμισα ότι δεν θα τα κατάφερνα… Έκλαιγα μαζί με την κάθε γυναίκα που έκλαιγε, έκλαιγα με το κάθε παιδί που έκλαιγε.
Μετά σταμάτησα να κλαίω, ο πόνος στο στομάχι μου υποχώρησε, συνήλθα.
Ήταν δύσκολες μέρες. Έπρεπε να το κάνεις. Απλά να το κάνεις. Και το έκανα. Πήρα γάλα για τα παιδιά με τα δικά μου λεφτά. Στην αρχή ξόδεψα όλα τα λεφτά που είχα πάνω μου, με κάθε πιάστρα που εξοικονόμησε η μητέρα μου πήρα γάλα σε κονσέρβα. Και τότε τα παιδιά σταμάτησαν να κλαίνε. Τότε άρχισα να κοιτάζω γύρω…
Μύριζε αίμα… Παντού γύρω μας μύριζε πυρίτιδα και καμένους ανθρώπους… Η ζωή ήταν σαν την κλειδαρότρυπα, ήταν στο τέλος μιας μαύρης τρύπας. Η πρόφαση του θανάτου ήταν το γεγονός ότι είχες φρύδια πάνω από τα μάτια σου. Και προδοσία για το σπίτι από όπου έτρωγες ψωμί, το νερό που έπινες ήταν ιερό… Ήταν τέτοιος καιρός…
Αλήθεια, πως ήταν να σκοτώνεις ένα άνθρωπο, αυτόν με τον οποίο δούλευες μαζί, αυτόν από τον οποίο ζήτησες δουλειά, αυτόν που είχε παραδοθεί σε σένα… Πως ήταν να βιάζεις τη γυναίκα αυτού του ανθρώπου στο σπίτι του οποίου έπινες ζιβανία μαζί του στο παρελθόν… Πίστεψε με ποτέ δεν μπορούσα να καταλάβω πως ένας άνθρωπος μπορούσε να το κάνει αυτό…
«Κύριε αυτό… Κύριε εκείνο… Κύριε… Είμαι έγκυος…»
Δεν καταλάβαινα, δεν μπορούσα να καταλάβω…
Οι άντρες με τόσο θυμό που είχαν αφεθεί ελεύθεροι μετά την αιχμαλωσία τους, των οποίων οι γυναίκες και οι κόρες ήταν αιχμάλωτες και αυτοί οι άντρες δεν τους έκαναν τίποτα… Στον καιρό ειρήνης το μόνο πράγμα που τους πρόσφεραν αυτοί οι άντρες ήταν φαγητό και έπιναν μαζί ζιβανία… Πως μπορείς να βιάζεις τις γυναίκες και τις κόρες τους, πως μπορείς να σκοτώνεις όταν οι σύζυγοι τους ποτέ δεν σου έκαναν τίποτε κακό, ποτέ δεν σε πλήγωσαν, το μόνο πράγμα που σου πρόσφεραν πριν τον πόλεμο ήταν φαγητό και ζιβανία…
Πως βιάζεις και πως σκοτώνεις… Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω και τώρα είμαι πέραν των 60 χρονών και ακόμα δεν καταλαβαίνω…
Και πως μπορείς να υποφέρεις να απομακρύνουν μια γυναίκα από το βρέφος της για να την πάρουν για βιασμό…
Πως επιτρέπεις να υποστεί ξυλοδαρμό ένας άντρας δίπλα από τη γυναίκα του…
Δεν το έκανα.
Δεν επέτρεψα τα βρέφη να μείνουν χωρίς γάλα… Τους βρήκα γάλα…
Έτσι ήταν μια τέτοια στιγμή όταν έβαλα το δάκτυλο μου στη σκανδάλη και πήρα τις γυναίκες μακριά από εκείνους που έπιναν.
Δεν έγινα οικειοθελώς ο διευθυντής του στρατοπέδου αιχμαλώτων πολέμου, με έβαλαν εκεί. Μακάρι να μην το έκανα. Ήταν οι χειρότερες μέρες της ζωής μου. Είδα τους καλύτερους, τους πιο έντιμους ανθρώπους εκεί, τους οποίους ήξερα πριν τον πόλεμο. Είδα τόσο όμορφα κορίτσια…
Είδα απελπισμένους πατέρες, είδα γυναίκες που έπαιρναν κάθε ρίσκο για να μπορέσουν να δώσουν μια σταγόνα γάλα στα μικρά παιδιά τους.
Είδα τον πόλεμο, είδα τους ανθρώπους, τους έντιμους ανθρώπους να μπαίνουν σε μια θέση ανάγκης.
Είδα ανθρώπους που είχαν φιλοξενήσει ανθρώπους στα σπίτια τους πριν τον πόλεμο, να υπόκεινται σε βιασμούς από πεινασμένους ανθρώπους στον καιρό του πολέμου…



Τώρα φύγε, αρκετά για σήμερα…
Ξέρεις τι είναι ο πόλεμος;
Δεν ξέρεις τίποτε, είδες τον πόλεμο αλλά δεν συνειδητοποίησες τί ήταν. Ήσουν ένα τόσο μικρό αγόρι δέκα χρονών…
Δεν λέω ότι δεν είδες τον πόνο ή ότι δεν κατάλαβες την ταπείνωση ενός ανθρώπου. Αλλά δεν ήξερες το βιασμό. Δεν καταλάβαινες τι είναι ο βιασμός. Τώρα μην έρθεις και να μου πεις ότι γράφω για τον πόλεμο. Δεν καταλαβαίνεις τίποτε. Διότι δεν ξέρεις τι είναι ο βιασμός… Πόσων χρονών ήσουν και έρχεσαι εδώ και με ρωτάς για τον πόλεμο… Φύγε τώρα…

Μου λες να μην πίνω…
Πως μπορείς να αντέξεις εκείνες τις μέρες χωρίς ποτό…
Γέμισες ποτέ τα πνευμόνια σου με τη μυρωδιά του αίματος;
Ή γέμισαν ποτέ τα αυτιά σου με τις κραυγές μιας γυναίκας που βιάστηκε; Ή είδες ποτέ την απόγνωση ενός άντρα που βίαζαν τη γυναίκα ή τη κόρη του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα; Ένιωσες ποτέ εκείνο τον πόνο στην καρδιά σου;
Φύγε τώρα, ποτέ δεν θα σου μιλήσω ξανά για οτιδήποτε…

Ας είναι σε ειρήνη τα παιδιά και η γυναίκα σου. Ας μην τις προσεγγίσει κανένας και κανένας να μην τις παρενοχλήσει, κανένας άνθρωπος ας μην γίνει σκλάβος ενός άλλου και ας σε παρεμποδίσει ο Θεός από το να είσαι συνεργός στη σκλαβιά άλλων ανθρώπων.
Ας μην σου δείξει ποτέ καιρούς όπου οι άνθρωποι βιάζονται λόγω της θρησκείας τους, της εθνικότητας τους ή των πολιτικών τους απόψεων… Και ας μην γίνεις ποτέ διοικητής σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου όπου οι φασίστες διοικούν… Ας μην κάνει κανέναν άνθρωπο αιχμάλωτο πολέμου ο Θεός και ας μην κάνει κανέναν απελπισμένο άνθρωπο τον διοικητή ενός τέτοιου στρατοπέδου… Ας μη σε αφήσει ποτέ ο Θεός να σκέφτεσαι όλη τη νύκτα για το τι θα κάνεις για να βρεις γάλα για τα παιδιά σε εκείνο το στρατόπεδο – εκείνο το στρατόπεδο όπου το γάλα σταμάτησε να ρέει από τα στήθη των γυναικών. Ας μην κάνει ποτέ ο Θεός απελπισμένους τους άντρες σε εκείνο το στρατόπεδο, μπροστά στις γυναίκες και τις κόρες τους. Ας μην αφήσει ποτέ ο Θεός υποταγή στους φασίστες που ήθελαν γυναίκες και κορίτσια από εκείνο το στρατόπεδο για να τις βιάσουν.
Μπορείς να αφαιρέσεις τη λέξη «Θεός» αν θέλεις, είναι τρόπος του λέγειν αν θέλεις…
Δεν λύγισα ούτε υπέκυψα στους φασίστες. Δεν έδωσα τις γυναίκες στους φασίστες. Τόλμησα να σκοτωθώ και πήρα τις γυναίκες από τα χέρια των φασιστών και τις έδωσα πίσω στα παιδιά τους. Ήμουν αυτός που έπαιρνα τις γυναίκες από τα χέρια των φασιστών στη διάρκεια του πολέμου, ήμουν εγώ αυτός που σταμάτησε βιασμούς, εγώ που προστάτευσα γυναίκες, εγώ που έφερα γάλα για τα παιδιά με τα δικά μου λεφτά από τις υπεραγορές που πουλούσαν είδη από πλιάτσικο – αυτού του είδους άντρας είμαι…
Και τώρα; Πίνω για να ξεχάσω κάποια πράγματα αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω. Έγινα πότης για να ξεχάσω τους θανάτους, τους βιασμούς και τον πόνο… Τώρα με ξέρουν σαν κάποιο που πίνει. Δεν ξέρουν γιατί πίνω. Εκείνοι που έκαναν όλα αυτά τα κακά πράγματα, κοιμούνται ήσυχοι τη νύκτα στα κρεβάτια τους, ενώ εγώ ζω με τους εφιάλτες που δημιούργησαν. Ακούω τις φωνές εκείνων των γυναικών… Ακούω τις κραυγές τους και τις βλέπω να δίνουν νερό στα βρέφη τους αντί για γάλα… Βλέπω τα φουσκωμένα πρόσωπα, τα φουσκωμένα χέρια και πόδια των αντρών που τους έδειραν άσχημα…

Κοίτα με μικρέ.
Ποιος είσαι;
Νομίζεις ότι με δυο ποτήρια κονιάκ θα σου πω αυτά τα πράγματα;
Ποιος είσαι που θα σου πω για εκείνες τις μέρες;
Δεν έκανα τίποτα.
Δεν έσωσα καμιά γυναίκα από το βιασμό.
Δεν έφερα γάλα σε κανένα παιδί.
Δεν σταμάτησα οποιοδήποτε σκοτωμό.
Τα δημιουργείς όλα αυτά…
Τώρα απλά πίνω. Μόνο για να ξεχάσω…
Να ξεχάσω τι;
Δεν ξέρω… Δεν ξέρω τίποτα…
Απλά έζησα ως άνθρωπος.

Μας ανάγκασες να ζήσουμε στο στρατόπεδο με το θάνατο και το αίμα. Ακόμα και τα όνειρα μας ήταν για τον πόλεμο… Στα καφενεία οι κουβέντες μας ήταν για τον πόλεμο… Είδα στο πρόσωπο των παιδιών μου την πείνα, το να είναι χωρίς μητέρα και πατέρα… Κάθε φορά που έβλεπα το πρόσωπο των παιδιών μου έβλεπα το στρατόπεδο, έβλεπα τα παιδιά στο στρατόπεδο… Όταν έβλεπα το πρόσωπο της γυναίκας μου, έβλεπα τις απελπισμένες μητέρες από το στρατόπεδο…
Τώρα αν τα γράφεις όλα αυτά όπως πάντα,
Θα πω ότι ήμουν μεθυσμένος. Θα πω ότι με ανάγκασε αυτός να πιω…
Θα πω ότι με ξεγέλασε…
Άτε βρε…
Γράψε ότι θέλεις…
Γράψε ότι, ότι θέλεις…
Κατάστρεψαν τη ζωή μας…
Μαζεύαμε κόκκαλα από τα χωράφια… Ζήσαμε με το κλάμα και το παρακάλιο των παιδιών και γυναικών για χρόνια… Ακόμα έχουμε μια χάλια ζωή… Αυτοί οι φασίστες βάζουν χρέη στις ζωή μας;
Έκαναν όσα μπορούσαν να κάνουν.
Κατέστρεψαν τη γενιά μας. Δεν μας άφησαν να ζήσουμε.
Τώρα πήγαινε και γράψε. Γράψε αυτά που λέω… Αν δεν τα γράψεις έτσι όπως σου τα είπα, μην έρθεις ποτέ ξανά στο χωριό αυτό…
Φύγε τώρα, δεν έχω τίποτε άλλο να σου πω…»

Photo: Dr. Derviş Özer…

(*) Article published in the POLITIS newspaper on the 1st of January 2017, Sunday.

No comments: