Sunday, March 20, 2016

«Ας κλείσουμε τα αυτιά στους συντηρητές της έχθρας και του μίσους…»

«Ας κλείσουμε τα αυτιά στους συντηρητές της έχθρας και του μίσους…»

Sevgul Uludag

caramel_cy@yahoo.com

Τηλ: 99 966518

Η τραγική δολοφονία του πατέρα Μιχάλη Λοΐζου και του νεαρού του γιου Λοΐζου Λοΐζου από τις Γούφες το 1974 μας άφησε ένα ουσιαστικό σημάδι…
Είχα κάνει αρκετές έρευνες για το τι τους συνέβηκε το 2008 και δημοσίευσα τα ευρήματα μου και μαζί με ένα αναγνώστη είχαμε δείξει τότε στην Κυπριακή Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων τον πιθανό τόπο ταφής τους… Η επιτροπή είχε σκάψει προηγουμένως και δεν είχε βρει καθόλου οστά…
Στη συνέχεια η ΔΕΑ εμβάθυνε τις έρευνες της και έγιναν περισσότερες εκσκαφές και τελικά βρήκαν τα οστά του πατέρα και γιου Λοΐζου και μετά τις αναλύσεις DNA τους ταυτοποίησαν και η Κυπριακή Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων επέστρεψε τα οστά τους για ταφή… Η κηδεία έγινε την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016 στη Λακατάμια – δεν παρευρέθηκα στην κηδεία λόγω πόνων στην πλάτη μου εκείνη τη μέρα και δεν θα μπορούσα να σταθώ όρθια για πολλή ώρα. Όμως πολλοί Τουρκοκύπριοι από τις Γούφες πήγαν στην κηδεία και μετά ζήτησα τον επικήδειο της Χρύσως Στυλιανού, κόρης του Μιχάλη Λοΐζου… Μου έστειλε την ομιλία της με τη σημείωση αυτή:
«Αγαπητή Sevgul,
Ευχαριστούμε πολύ για τις προσπάθειές σου για ανεύρεση των οστών του πατέρα και αδελφού μου.
Λυπηθήκαμε πολύ που λόγω ασθένειας δεν μπόρεσες να παραστείς στην κηδεία τους την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου. Επειδή μας είπε ο Μεχμέτ ότι θα ήθελες τον επικήδειο λόγο μου στην κηδεία, σου τον στέλνω τόσο στα ελληνικά, όσο και στα τουρκικά.
Φιλικά
Χρύσω Στυλιανού»
Θέλω σήμερα να μοιραστώ μαζί σας την ομιλία της – είναι μια από τις πιο σημαντικές ομιλίες που έγινε ποτέ σε κηδεία «αγνοουμένου» - χωρίς μίσως και χωρίς σωβινισμό… Η Χρύσω Στυλιανού είπε τα εξής στην κηδεία των «αγνοούμενων» πατέρα και αδελφού της:

«Παπά μου, Λοϊζάκη μου, καλωσορίσατε.
Μεγάλη μέρα σήμερα. Μεγάλη γιορτή. Μόνο πολυαγαπημένοι μου, που σήμερα δεν θα κάνω ομιλία, όπως έκανα ως τώρα ως εκπαιδευτικός και ως Διευθύντρια της Σχολής Κωφών. Σήμερα θα μιλήσω ως κόρη κι αδελφή, έτσι όπως ένιωθα και νιώθω μέσα από τον πόνο, τη θλίψη, την οργή, αλλά και μέσα από ευχαρίστηση γιατί είμαστε όλοι μαζί πάλι. Όλη η οικογένεια όπως τότε. Ας είναι και έτσι. Η μάμα μας, η Νίτσα, η Μαρούλα. Ο πρώτος γαμπρός μας ο Μιχάλης, που τόσο πολύ τον αγαπούσες παπά κι ο οποίος πήρε τη θέση σου για όλους μας μετά το κακό που μας βρήκε, ο Θωμάς, ο γαμπρός σου ο «καλαμαράς», όπως τον αποκαλούσες και τον χαιρόσουν γιατί χόρευε και τραγουδούσε ωραία. Είχες πάντα όμως την έγνοια μέσα σου ότι η κόρη σου θα ξενιτευόταν. Είναι και ο Στέλιος παπά. Δεν τον γνώρισες αλλά θα σου είπε ο Λοϊζάκης μας, που πρόλαβε να τον γνωρίσει, ότι και η κόρη σου η μικρή, που μου είχες τόση αδυναμία παπά μου, καλοτυχίστηκα. Πήρα φτωχό παιδί αλλά άξιο. Είμαι σίγουρη ότι σήμερα θα ήσουν πολύ περήφανος γι αυτόν.
Είναι εδώ και τα εγγόνια, ο Μιχάλης, που έχει το όνομά σου παπά και σε θυμίζει σε όλους μας Λοϊζάκη, με τη γυναίκα του την Έλενα και τα δυο χαριτωμένα κοριτσάκια του, την Αυγή και τη Στέλια, που τους μιλώ και ξέρουν τόσα πολλά πράγματα για σας. Είναι και ο Νικόλας, που μικρό παιδί του Δημοτικού ακόμα, έγραφε ποιήματα για σας, για τη μάνα του αγνοούμενου και ράγιζαν οι καρδιές αυτών που τα διάβαζαν. Ο Στέλιος μας που σου 'μοιασε Λοϊζάκη μας τόσο στη σοβαρότητα όσο και στην καλοσύνη μαζί με τη γυναίκα του τη Μαρία. Η μεγάλη εγγονή, η Μαρία, για την οποία προλάβατε να μάθετε ότι γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 74. Είναι μια καταξιωμένη γιατρός στην Αμερική. Δυστυχώς δεν κατάφερε να είναι εδώ τώρα, αλλά βρίσκεται νοερά μαζί μας.
Είναι εδώ αγαπημένοι μας, πολλοί συγγενείς, γνωστοί, φίλοι και συγχωριανοί. Είναι και οι συμμαθητές σου Λοϊζάκη μου, τόσο από το Γυμνάσιο Λευκονοίκου, όσο και από το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Μεγάλωσαν τώρα και αρκετοί είναι με γκρίζα μαλλιά. Εσύ μωρό μας δεν μεγάλωσες. Για σένα σταμάτησε ο χρόνος και έμεινες αγαπημένε μας λεβέντης, άγγελος 15 χρονών.
Τριάντα και τόσα χρόνια σας περιμέναμε και ζούσαμε μέσα στον πόνο, την πίκρα, τη λύπη και την οργή. Ζούσαμε ένα μαρτύριο. Δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεπεράσω τα τραύματα της απογοήτευσης μου, όταν καθημερινά πήγαινα περπατητή στο «Φιλοξένεια», όπου ερχόντουσαν τα λεωφορεία, με τους αιχμαλώτους να κρέμονται από τα παράθυρα και εγώ να προσπαθώ να διακρίνω αν κάποιοι απ' αυτούς ήσασταν εσείς. Και κάθε μέρα επέστρεφα σπίτι με την ίδια απογοήτευση.
Πόσες φορές κτυπούσε η πόρτα και νόμιζα ότι θα άνοιγα και θα σας έβλεπα μπροστά μου. Πόσες φορές έβλεπα από το παράθυρο της κουζίνας το τέλος του δρόμου και νόμιζα ότι θα ερχόσασταν από το βάθος. Πόσες φορές Λοϊζάκη μου έβλεπα τους μαθητές με τη στολή τους να πηγαίνουν και έψαχνα αν κάποιος απ' αυτούς ήσουν εσύ. Πόσες φορές ενώ έκανα μάθημα και έβλεπα τον Πενταδάκτυλο από το παράθυρο της τάξης μου νόμιζα ότι θα μου κάνατε σινιάλο από μακριά, ότι βρισκόσασταν εκεί και να 'ρθω να σας βρω. Πόσες φορές τρώγαμε και γινόταν κόμπος το φαγητό, γιατί νιώθαμε ότι στο τραπέζι έπρεπε να υπήρχαν άλλες δυο καρέκλες. Πόσες φορές…, πόσες μέρες…, πόσες νύχτες…, πόσα χρόνια σας περιμέναμε.
Και η μάμα, η τραγική φιγούρα της όλης κατάστασης, είχε συνέχεια μια μελαγχολία μέσα στη στάχτη της καρδιάς της, πόνο και οδύνη. Όμως σκεφτόταν εμάς τους υπόλοιπους. Έτσι, έκανε πέτρα την καρδιά της και προσπαθούσε να δείχνει ήρεμη. Δεν έκλαψε μπροστά μας ποτέ. Έκλαιγε μόνη της τη νύχτα, γιατί περνούσαν σαν ταινία στο μυαλό της οι στιγμές που σας πήραν από την αγκαλιά της, όταν σας έφερε φαγητό στο χώρο κράτησης και δεν σας βρήκε, όταν γονατιστή στα πόδια του Μουσταφά τον παρακαλούσε « ρε Μουσταφά πού τους πήρατε; κάνε κάτι». Όταν μάζευε τα λιγοστά πράγματα που της επέτρεψαν να πάρει μαζί της γιατί θα την έδιωχναν κι αυτή από το χωριό. Πήρε μαζί της και ρούχα για σας, γιατί πίστευε ότι θα σας άφηναν. Πήρε Λοϊζάκη και τα κοτσιάνια και τις αποδείξεις για τα σιτηρά που βάλατε στη Συνεργατική , που εσύ ετοίμασες και είχες τη ψυχραιμία να της πεις να τα πάρει μαζί της αν συμβεί κάτι.
Ακολούθησαν οι τρεις μήνες που πέρασε εγκλωβισμένη στο Μαραθόβουνο, στη Βιτσάδα και στη Γύψου, με εμπειρίες που για να τις περιγράψεις μπορείς να γράψεις βιβλίο. Όταν με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού ήρθε κοντά μας, μας βρήκε και τις 3 σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Μας κράτησε στην αγκαλιά της, και μας έσπρωξε στη ζωή. Μας πάντρεψε, μας μεγάλωσε τα παιδιά μας και τώρα χαϊδολογά και τα δισέγγονα της. Ακόμη και τώρα προσπαθεί να σηκώσει το σταυρό μόνη της. Μην μας δει και κλάψουμε η λυπηθούμε.
Θυμάμαι παπά , όταν σου γκρίνιαζε λίγο γιατί εσύ άνοιγες πολλά μέτωπα στις δουλειές σου και τα πλείστα τα άφηνες σε αυτή να τα διεκπεραιώσει. Της έλεγες «Θέλω να φύγω να πάω πάνω ψηλά μια βδομάδα για να δω αν τα καταφέρεις μόνη σου χωρίς εμένα». Δεν έφυγες για μια βδομάδα παπά αλλά για πάντα. 42 χρόνια τώρα η μάμα μας είναι το στήριγμα μας σε όλα. Ο Θεός να μας την έχει καλά. Είμαι σίγουρη ότι τώρα και σεις θα τη θαυμάζετε.
Συνέχεια λέγαμε μεταξύ μας ότι δυο αγνοούμενοι να ζούσαν, αυτοί θα ήσασταν εσείς. Γιατί; Γιατί απλά πιστεύαμε ότι δεν υπήρχε λόγος να σας σκοτώσουν. Εσύ παπά δεν έμεινε τούρκικο σπίτι, όχι μόνο στο χωριό μας, αλλά και στο Ψιλλάτο, στα Κνώδαρα, στην Άρτεμη, που δεν βοήθησες, τουρκαλάκι για τουρκαλάκι που δεν χαϊδολόγησες και δεν χαρτζιλίκωσες, φτωχός τούρκος που δεν τάισες και δεν στήριξες. Ο Ισμαήλ, ο χωριανός μας, μου έλεγε ότι πεινούσαν και εσύ πήγαινες κρυφά μέσα στη νύχτα και τους άφηνες φαγητό μέσα στις τριανταφυλλιές για να μην δουν οι πράκτορες του Ντενκτάς ότι είχαν επαφή με Χριστιανούς. Κι εσύ Λοϊζάκη μου έπαιζες στα αλώνια με τα τουρκαλάκια, ήσασταν φίλοι και μιλούσες και τη γλώσσα τους.
Γι αυτούς τους λόγους λέγαμε ότι αποκλείεται να σας σκότωναν. Αλλοίμονο όμως. Δεν λάβαμε υπόψη το μίσος, τη μισαλλοδοξία και τη διάθεση για εκδίκηση που καλλιεργούσαν οι ακραίες εθνικιστικές ομάδες των Τούρκων, αλλά και των δικών μας. Είναι αυτά που μας έφεραν εδώ που φτάσαμε. Μακάρι ο Θεός να βοηθήσει να τελειώσει αυτό το κακό, ώστε να μην ζήσουν τα παιδιά μας ότι ζήσαμε και ζούμε ακόμα εμείς.
Πολύ πικραθήκατε αγαπημένοι μας γιατί γνωρίζατε τους δολοφόνους σας, όπως τους γνωρίζουμε κι εμείς. Ήταν όμως μια εντεταλμένη πράξη τυφλής αντεκδίκησης αυτό το έγκλημα. Δεν φταίνε όμως όλοι οι Τουρκοκύπριοι συγχωριανοί μας. Δεν φταίει ο Μεχμέτ, ο Αχμέτ, ο Μουράτ, ο Ισμαήλ, η Ισλά, η Εμινέ. Με περίμεναν με αγωνία όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, για να μου ανακοινώσουν το στυγερό έγκλημα. Με αγκάλιασαν, με φίλησαν, έκλαψαν μαζί μου και καταράστηκαν τους δολοφόνους. Αυτοί με βοήθησαν και έκαμαν ό,τι μπορούσαν, για να βρούμε τον τόπο που σας έθαψαν. Δείγμα της έμπρακτης αποδοκιμασίας για το στυγερό έγκλημα και της συμπαράστασης τους είναι η παρουσία τους εδώ στην εκκλησία σήμερα. Τούρκοι και Έλληνες της Κύπρου, ας κλείσουμε τα αυτιά στους συντηρητές της έχθρας και του μίσους. Κι αν μας αδίκησαν να μην γίνουμε εμείς άδικοι κι αν μας λεηλάτησαν τα αγαθά μας να μην λεηλατήσουμε κι εμείς κι αν μας σκότωσαν να μην σκοτώσουμε κι εμείς ό,τι καλό και αγαθό έχει η ψυχή μας. Να ζήσουμε όλοι μαζί ειρηνικά. Φτάνει πια.
Κάναμε μια πρώτη προσπάθεια για εντοπισμό σας, αλλά αποτύχαμε. Δεν τα βάλαμε όμως κάτω. Νέες πληροφορίες, νέες προσπάθειες και με τη βοήθεια του Θεού σας βρήκαμε και είστε τώρα κοντά μας, μαζί μας. Σ' ευχαριστούμε Θεέ μου γι αυτό το τέλος. Σ' ευχαριστούμε Άγιε Γεώργιε, πολιούχε άγιε του χωριού μας, που τους παράλαβες από την εκκλησία σου, όπου γονατιστοί προσευχήθηκαν στην εικόνα σου λίγο πριν από τη δολοφονία τους και τους ανέβασες επάνω με το άλογό σου. Έτσι όπως σας είδε η αδελφή μου η Νίτσα στο όνειρο της. Σας ευχαριστούμε που μας οδηγείτε και εμάς τώρα να κατεβούμε το Γολγοθά που ανεβαίναμε τόσα χρόνια. Τώρα θα αναπαυθεί η ψυχή σας αγαπημένοι μας. Τώρα θ' αναπαυθεί και η δική μας ψυχή, γιατί θα είστε για πάντα κοντά μας.
Δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ. Εσύ παπά ήσουν ένας αγνός, αθώος άνθρωπος με χιούμορ και καλοσύνη. Το σπίτι σου ήταν ανοικτό για όλους. Για κάθε επίσημο που ερχόταν στο χωριό, μέχρι και το Μακάριο φιλοξένησες όταν ήλθε για το μύρωμα της εκκλησίας μας, όλους τους ιερείς που ερχόντουσαν από την Ακανθού για να μας λειτουργήσουν, αλλά και για κάθε επισκέπτη, τούρκο ή χριστιανό.
Τα χωράφια σου, τα σπαρτά σου, τα ζώα σου ήταν το μεγάλο σου μεράκι. Μέχρι τώρα όταν δούμε τρακτέρ στα χωράφια σε φανταζόμαστε εσένα επάνω πότε να οργώνεις, πότε να σβαρνιάζεις και πότε να σπέρνεις, με το χαρακτηριστικό σου καπέλο, πότε να βλέπεις μπροστά και πότε πίσω το αλέτρι σου. Πιο πολύ όμως μεράκι είχες για την οικογένεια σου. Εμάς, τα παιδιά σου. Μας αγαπούσες όλους με ένα ξεχωριστό τρόπο. Εμένα, όμως, έλεγες πάντα, ότι μου είχες μια ξεχωριστή αδυναμία. Αξέχαστο θα μου μείνει το πρωινό ξύπνημα, που αντί για χάδι έτριβες στο πρόσωπο μου τα αξύριστα γένια σου. Όταν πάλι έπρεπε να ρθείτε οι γονείς στο Γυμνάσιο για να πάρετε τους βαθμούς μας, είτε για να παρακολουθήσετε τις γιορτές μας και τις παρελάσεις μας, πάντα ερχόσουν εσύ, για να καμαρώσεις και να πάρεις εσύ τα συγχαρητήρια και ποτέ δεν άφηνες την καημένη τη μάμα. Αυτή έπρεπε να μείνει στο κοπάδι και στα χωράφια. Ήξερες φαίνεται, ότι αυτή θα μας καμάρωνε για πολλά χρόνια ύστερα.
Για σένα Λοϊζάκη μας, μονάκριβο μωρό μας, που σε πήρε τόσο άδικα το ποτάμι της βαρβαρότητας και της εκδίκησης, τι να πρωτοπεί κανείς! Για τη λεβεντιά σου, για την καλοσύνη σου, για την εξυπνάδα σου, για την ωριμότητα σου. Σε περνούσα 4 χρόνια και μεγαλώσαμε μαζί. Εσύ 9 χρονών κι εγώ 13, ζούσαμε μαζί στο Λευκόνοικο, εσύ στο Δημοτικό κι εγώ στο Γυμνάσιο. Μαγειρεύαμε τα δυο μας, πλέναμε τα ρούχα μας, διαβάζαμε και κοιμόμασταν στο ίδιο κρεββάτι. Αργότερα στο Γυμνάσιο ήσουν πάντα υπόδειγμα ήθους, συμπεριφοράς και επίδοσης. Οι εκθέσεις σου είναι δημοσιευμένες στα περιοδικά του Γυμνασίου Λευκονοίκου. Οι καθηγητές σου λένε σήμερα ότι σπάνιοι μαθητές πέρασαν από το Γυμνάσιο Λευκονοίκου σαν εσένα. Οι συμμαθητές σου σε λάτρευαν. Μέχρι τώρα η φωτογραφία σου εμφανίζεται στα κινητά κάποιων, όταν τους καλούν. Μόλις σχόλανες έτρωγες και έφευγες με το ποδήλατο σου για το χωριό, να βοηθήσεις τη μάμα και τον παπά στα χωράφια και στο κοπάδι.
Όταν τέλειωσες την Γ΄ τάξη του Γυμνασίου με ακολούθησες στη Λευκωσία. σπουδάστρια στην Παιδαγωγική Ακαδημία εγώ κι εσύ στην Δ΄ τάξη του Πρακτικού του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Αυτή ήταν η χρονιά που έδειξες όλο το μεγαλείο του χαρακτήρα σου. Από τις πρώτες μέρες κιόλας στο Παγκύπριο Γυμνάσιο βρήκες τον άγγελό σου, το Γιαννάκη. Ένα παιδί φτωχό, μελαγχολικό, που μόλις είχε χάσει τη μάνα του. Αυτό το παιδί έπρεπε να φροντίσει άλλους δυο άντρες στο σπίτι κι ένα μικρό αδελφάκι. Δεν ερχόσουν στο σπίτι αν δεν πηγαίνατε πρώτα στο δικό του να μαγειρέψετε, να καθαρίσετε, να πλύνετε τα ρούχα στο χέρι, να τον βοηθήσεις σε όλα. Γίνατε αχώριστοι. Μετά ερχόσουν να βοηθήσεις και μένα και να διαβάσεις. Δεν θα ξεχάσω εκείνο το Μάη του 74, που είχα τα γενέθλια μου, όταν γυρνώντας στο σπίτι με περίμενε η έκπληξη. Έφτιαξες ομελέτα, έστρωσες όμορφα το τραπέζι, έβαλες κι ένα τριαντάφυλλο στο πιάτο μου και με μια σφικτή αγκαλιά με οδήγησες για να φάμε.
Όταν ερχόταν η Μαρούλα μας, που σπούδαζε στην Αθήνα και η Νίτσα με τον Μιχάλη, που ήταν δάσκαλοι στην Άλωνα, μέναμε όλοι μαζί εκεί στην Κοραή. Γελούσαμε και χαιρόμασταν. Εσύ φυσικά δεν έχανες ευκαιρία να πηγαίνεις στο χωριό για να βοηθήσεις τους γονείς στα χωράφια. Αυτό έκανες δυστυχώς και στις 17 του Ιούλη του 74. Ζήσαμε όλο τον τρόμο του πραξικοπήματος, αφού το σπίτι μας ήταν πολύ κοντά στην Αρχιεπισκοπή, στείλαμε την αδελφή μας τη Νίτσα στο νοσοκομείο για να φέρει στον κόσμο τη Μαρία μας κι εσύ έφυγες για το χωριό. Μακάρι να σε δέναμε και να μην έφευγες. Πού να ξέραμε όμως κι εμείς; Και η Μαρούλα που ήρθε στο Λευκόνοικο και σας βρήκε εκεί που πήγατε να λούσετε το κοπάδι στη δεξαμενή, δεν κατάφερε να σας κρατήσει να μην γυρίσετε στο χωριό.
Εσένα παπά σε προειδοποίησαν οι Τούρκοι από το Πάσχα του '74, να μαζέψεις τα υπάρχοντά σου και να φύγεις από το χωριό. Φαίνεται ξέρανε τι θα συνέβαινε. Εσύ όμως έλεγες πάντα. «Που να πάω. Αν φύγω κι εγώ κανένας χωριανός δεν θα μπορεί πια να έρχεται στην περιουσία του. Θα τουρκέψει το χωριό και θα προσαρτηθεί και αυτό στο θύλακα Κνωδάρων – Τζιάους». Έμεινες, έβαλες το στήθος σου μπροστά, το γιο σου και τη μάμα κι έμεινες να φυλάεις Θερμοπύλες.
Σας ήθελε φαίνεται Λοϊζάκη μου και παπά μου και τους δυο ο Θεός. Κι εμείς εδώ τώρα να μην μπορούμε να πιστέψουμε πώς βρέθηκε χέρι που σας σημάδεψε, δάκτυλο που τράβηξε τη σκανδάλη και αφαίρεσε τη ζωή δυο αγγέλων.
Στο καλό αγαπημένοι μας. Ο Θεός ν' αναπαύσει τις ψυχές σας και με την παρρησία που έχετε τώρα, εκεί στις σκηνές των αγίων που είμαστε σίγουροι ότι βρίσκεστε, να μεσολαβείτε στον Κύριο και για μας. Καλή αντάμωση.»

Foto: Η Χρύσω Στυλιανού μιλά στην κηδεία του πατέρα και του αδελφού της…

(*) Article published in POLITIS newspaper on the 20th of March 2016, Sunday.

No comments: