Sunday, December 23, 2018

Ο θάνατος πλανιόταν στο σπίτι…

Ο θάνατος πλανιόταν στο σπίτι…

Sevgul Uludag

caramel_cy@yahoo.com

Τηλ: 99 966518

Ο θάνατος πλανιόταν στο σπίτι… Η θλίψη πλανιόταν στο σπίτι… Η φτώχεια πλανιόταν στο σπίτι… Η έλλειψη του πατέρα που πέθανε από καρδιακή προσβολή από θλίψη λόγω διωγμού πάντοτε πλανιόταν στο σπίτι…
Ήταν σαν ομίχλη πάνω στους τοίχους, στον κήπο, στα δωμάτια…
Ήταν σαν το μαύρο χρώμα να προσπαθεί να καταπιεί το φως…
Ήταν σαν ένα άσχημο όνειρο που συνέχιζε να ζει ακόμα και σε ώρες που κάποιος είναι ξύπνιος…
Ο θάνατος πλανιόταν στο σπίτι…
Φυσικά, δεν πλανιόταν πάντοτε εκεί – υπήρχαν στιγμές, ώρες, μέρες που η παρουσία του ήταν κρυμμένη…
Είχαμε πολλές ευτυχισμένες μέρες, αλλά μετά, το σκοτάδι ξαναερχόταν με τη μητέρα μου να κείτεται στον καναπέ και να κλαίει:
«Γιατί έφυγες; Γιατί με άφησες μόνη σε αυτή τη γη; Γιατί με άφησες μόνη μου!!!»
Έκλαιγε για το σύζυγο της – τον πατέρα μου – όταν τα πράγματα ήταν δύσκολα…
Υπήρχαν πολλές περιστάσεις που έκλαιγε για αυτόν: Όταν κόντευαν οι μέρες του Μπαϊραμιού – οι θρησκευτικές γιορτές των Τουρκοκυπρίων όταν επισκέπτεσαι ηλικιωμένους συγγενείς ή άτομα νεαρότερα από σένα σε επισκέπτονται και προσφέρεις γλυκά και κάποια λεφτά στα παιδιά – ή την Πρωτοχρονιά… Ή ο διωγμός της μητέρας μου και η πίεση που της έβαζαν οι Τουρκοκυπριακές αρχές που ήταν αποφασισμένες να καταστήσουν τη ζωή μας ταλαιπωρημένη, ακόμα και όταν πέθανε ο πατέρας μου, οι παρακολουθήσεις από την πολιτική αστυνομία τόσο μέσα στη βιβλιοθήκη όπου εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος και όταν πηγαίναμε περπατητή στο σπίτι, μας ακολουθούσε ένας αστυνομικός πάνω σε ποδήλατο… Όταν πηγαίναμε στην αγορά για να αγοράσουμε ψωμί, ο αστυνομικός σταματούσε με το ποδήλατο του, δεν κατέβαινε αλλά έβαζε το ένα πόδι στο έδαφος, κρατούσε το ποδήλατο του και μας περίμενε να βγούμε έξω έτσι ώστε να συνεχίσει να μας ακολουθεί… Στη βιβλιοθήκη, οι φασίστες προϊστάμενοι της μητέρας μου έρχονταν και την ταπείνωναν, της φώναζαν και προσπαθούσαν να την υποτιμήσουν… Δάκρυα και δάκρυα και δάκρυα που έρρεαν σαν ποταμός… Διότι ο πατέρας μου Niyazi Uludagh ήταν ένας από τους αντιρρησίες συνείδησης όταν αρνήθηκε να συμμετάσχει στην παραστρατιωτική υπόγεια οργάνωση ΤΜΤ και λόγω αυτού τιμωρήθηκε με φυλάκιση και ανεργία και διωγμό από το Τουρκοκυπριακό καθεστώς…
Όμως το χειρότερο ήταν όταν κόντευε η επέτειος του θανάτου του πατέρα μου…
Τότε το σπίτι γινόταν ένας εφιάλτης…
Η μητέρα μου αρρωστούσε για τουλάχιστον μια βδομάδα πριν, κειτόταν στον καναπέ όταν επέστρεφε από τη δουλειά, και έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε…
Μετά, οι προετοιμασίες για το μνημόσυνο, όλη η αναστάτωση, όλα τα πράγματα που έπρεπε να κάνουμε, όλες οι καρέκλες που έπρεπε να μεταφέρω από τους γείτονες μας, όλα τα πράγματα που χρειαζόταν να αγοράσει ή να μαγειρέψει… Όλα τα φλυτζάνια που έπρεπε να πλυθούν για το τσάι… Το σπίτι καθαριζόταν και ξεσκονιζόταν… Οι άνθρωποι έπρεπε να προσκληθούν… Ο Χότζας που θα διάβαζε το «Mevlid» (το θρησκευτικό ύμνο για τη μνημόνευση του νεκρού), τα λεφτά που θα έπαιρνε για αυτό έπρεπε να ήταν έτοιμα, θα έπρεπε να ετοιμαστεί ένα ξεχωριστό πακέτο φαγητού ειδικά για αυτόν όπως αυτά που προσφέραμε στο σπίτι, το θυμίαμα που θα έκαιγε στη διάρκεια του «Mevlid» και τα σιάλια για το κεφάλι θα έπρεπε να ήταν έτοιμα για να φορεθούν στη διάρκεια αυτής της τελετής… Η λεμονάδα θα έπρεπε να ετοιμαστεί για εκείνους που δεν ήθελαν τσάι, η μεγάλη τσαγιέρα έπρεπε να πλυθεί και να καθαριστεί, το «Sadrazam Sucughu» (ένα είδος γλυκού λουκουμιού με καρύδια) έπρεπε να αγοραστεί φρέσκο από το Παντοπωλείο και να κοπεί σε κομμάτια και έπρεπε να φτιάξουμε τις φλαούνες στο σπίτι… Το χαλούμι να αλεστεί, η ζύμη να ζυμωθεί, το μεγάλο μαχαίρι της κουζίνα να ετοιμαστεί και η ζύμη να πλαστεί με τον πλάστη… Κομμάτια ζύμης να κοπούν, η γέμιση με το χαλούμι και τα αυγά και το φρέσκο δυόσμο από τον κήπο να μπει μέσα στα κομμάτια ζύμης, τα αυγά να κτυπηθούν και να αλειφτούν πάνω τους και να πασπαλιστούν με σουσάμι και μετά να μπουν οι παρτίδες αυτές στο φούρνο και να ψηθούν, να βγουν, να μπει η επόμενη παρτίδα και να ετοιμαστούν όλα για το μνημόσυνο του πατέρα μου…
Όλα αυτά γίνονται με φρενίτιδα, με αγωνία ώστε να μην ξεχαστεί τίποτε, όλα να είναι τέλεια, έτσι ώστε η μητέρα μου να εκφράσει την αγάπη της για τον πατέρα μου μέσα από αυτές τις πράξεις, έτσι ώστε να μην ξεχαστεί…
Επίσης ετοιμάζαμε ροδόνερο σε ένα παλιό μπουκαλάκι το οποίο η μητέρα μου άφησε σε μένα – πήγαινα γύρω ενώ διαβαζόταν το «Mevlid» και έσταζα στις παλάμες όλων λίγο ροδόνερο για να βάλουν στο πρόσωπο τους και να το μυρίζονται και να θυμούνται τη ζωή μέσα στην ατμόσφαιρα του θανάτου…
Στο τέλος του «Mevlid» ο Χότζας έλεγε «Κύριε Niyazi Uludagh, αυτό το Mevlid είναι ένα δώρο προς εσένα από τη γυναίκα σου Turkan, κόρη του Mehmedali και από τις κόρες σου Sevgul and Ilkay…» και μετά ξεκινούσα να κλαίω… Αυτό ήταν σαν ένα κτύπημα, μια δήλωση ότι ναι, είναι νεκρός, έφυγε και μείνατε μόνες σας εδώ σε αυτή τη γη, χωρίς αυτόν…
Όλες οι προετοιμασίες για τη μέρα του μνημόσυνου – ο πατέρας μου είχε πεθάνει στις 3 Απριλίου και ήμουν μόλις 7 χρονών όταν τον χάσαμε – διαρκούσαν για τουλάχιστον μια βδομάδα και μετά, η μητέρα μου ήταν πάλι άρρωστη για ακόμα τουλάχιστον τρεις μέρες, κειτόταν στον καναπέ και σκεφτόταν το σύντροφο της ζωής της, τον άντρα που αγαπούσε, τον πατέρα των παιδιών της που έφυγε και αυτή έμεινε μόνη σε αυτή τη γη για να αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματα του διωγμού από το καθεστώς, όπως επίσης και τη μεγάλη φτώχεια… Και κανένας για να τη βοηθήσει…
Η σκιά του θανάτου επεκτεινόταν όχι μόνο σε αυτές τις μέρες, αλλά σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής…
Εκείνο τον καιρό μια γυναίκα που έχασε το σύζυγο της και που ήταν χήρα δεν πήγαινε σε γάμους ή γιορτές όπως ήταν η «παράδοση» στην κοινότητα μας… Ο κόσμος το θεωρούσε «ντροπή» και ίσως να ψάχνει για άλλο σύζυγο… Έτσι για να προστατεύσει τον εαυτό της από το κουτσομπολιό, η μητέρα μου απέφευγε να πηγαίνει σε γάμους ή άλλες γιορτές…
Μια γυναίκα που ήταν χήρα δεν πήγαινε μόνη ούτε στην παραλία ή σε ένα πικνίκ… Και αυτό ήταν «ντροπιαστική» πράξη…
Ως αποτέλεσμα, είμαστε κλεισμένοι στο σπίτι…
Μια μέρα ως παιδί έκλαιγα τόσο πολύ που δεν πηγαίναμε σε πικνίκ, που η μητέρα μου με πήρε με το παλιό μας Volkswagen στην άκρια του δρόμου λίγο από τη Λευκωσία για να κάνουμε ένα πικνίκ μαζί, ολομόναχες…
Όταν οι γείτονες άναβαν τα κάρβουνα για να κάνουν σις κεμπάπ, η μυρωδιά ερχόταν στο δικό μας σπίτι… Παραδοσιακά στην Κύπρο, το «κεμπάπ» είναι «δουλειά του άντρα» και οι γυναίκες δεν έφτιαχναν το κεμπάπ… Η μυρωδιά εκείνη μας τύλιγε και το πεθυμούσαμε αλλά δεν υπήρχε άντρας στο σπίτι για να φτιάξει κεμπάπ… Έτσι η μητέρα μου προσπαθούσε να το φτιάξει στο γκριλ ή στο φούρνο – φυσικά δεν μύριζε το ίδιο ή δεν είχε την ίδια γεύση… Για χρόνια, πεθυμούσαμε το κεμπάπ, μέχρι που παντρεύτηκα με το σύντροφο της καρδιάς μου… Τότε, τον αναγκάζαμε να φτιάχνει «κεμπάπ» για τη μητέρα μου και μένα τουλάχιστον δύο φορές τη βδομάδα! Δεν καταλάβαινε τον ενθουσιασμό μας για το «κεμπάπ» - ήταν ένα είδος «εκδίκησης» από τη ζωή που μας στέρησε το κεμπάπ για τόσα πολλά χρόνια…
Η αδελφή μου Ilkay και ο σύζυγος της Kutlu Adali, ο συγγραφέας – δημοσιογράφος της εφημερίδας YENIDUZEN που δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του το 1996, μας έπαιρναν κάποτε στη θάλασσα… Τότε αυτές ήταν τόσο αξέχαστες μέρες για μας διότι ήταν ένα μέρος που δεν μπορούσαμε να πηγαίνουμε λόγω των «αξιών» της κοινότητας εκείνη την εποχή … Μετά, ήταν σαν φεστιβάλ στη ζωή μας, απλά το να πάμε στη θάλασσα… Ενθουσιαζόμουν τόσο πολύ και ήμουν έτοιμη να πάω και να αγκαλιάσω τα κύματα, να κτίσω κάστρα στην άμμο, να φάω φορμόζες από την παγωνιέρα για το πικνίκ της αδελφής μου, να παίξω με τα παιδιά της αδελφής μου στην παραλία…
Στήναμε σκηνή και μεταφέραμε όλα τα πράγματα από το αυτοκίνητο: το ψητό βοδινό που έφτιαξε η μητέρα μου ή τα μακαρόνια στο φούρνο ή ντολμάδες και φυσικά πολλά φρούτα – τουλάχιστον ένα μεγάλο καρπούζι για να βάλουμε στη θάλασσα έτσι ώστε να διατηρηθεί κρύο και να το φάμε το απόγευμα… Ήμασταν στην παραλία του έξι-μίλι και εκεί έμαθα να κολυμπώ και πρόσεχα τα παιδιά της αδελφής μου και παίζαμε παιγνίδια στο νερό…
Όταν οι σκιές άρχισαν να μεγαλώνουν, επιστρέφαμε στη Λευκωσία, αλλά πριν από τη Λευκωσία, κάναμε μια σύντομη στάση στην Κερύνεια για να πάρουμε παγωτό που θα τρώγαμε στο αυτοκίνητο και λερώναμε τα μαγιό μας…
Ερχόμασταν στο σπίτι και όλα τα παιδιά έκαναν ένα-ένα μπάνιο στο δικό μας μπάνιο πριν η αδελφή μου και ο σύζυγος της να επιστρέψουν στο δικό τους σπίτι… Τέτοιες μέρες, η σκιά του θανάτου εξαφανιζόταν, δίνοντας χώρο στη ζωή και το φως…
Καθώς μεγάλωνα με τη σκιά του θανάτου να πλανιέται στη ζωή μας, πεθυμώντας τον πατέρα μου τόσο πολύ από μια τόσο νεαρή ηλικία και νιώθοντας την έλλειψη της παρουσίας του στη ζωή μας με ένα πολύ ισχυρό τρόπο, δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι στο μέλλον μου, αυτό θα με βοηθούσε να καταλάβω πως ένιωθαν τα παιδιά των «αγνοουμένων»… Ήμουν σε θέση να νιώσω ενσυναίσθηση και κατανόηση για τα παιδιά των «αγνοουμένων» λόγω της δικής μου εμπειρίας με τον πατέρα μου που τον έχασα στην ηλικία των επτά χρονών και τον οποίο ακόμα πεθυμώ τόσο πολύ μέχρι σήμερα…
Πιστεύω ότι κάθε εμπειρία στη ζωή μετρά… Ακόμα και οι μέρες του τραύματος και της δυστυχίας μετρούν… Διότι μέσα από αυτές μπορείς να δημιουργήσεις κάτι καλύτερο… Με βοήθησαν να καταλάβω καλύτερα τους συγγενείς των «αγνοουμένων» και από τις δύο κοινότητες μας και με ώθησαν με μια βιασύνη να βρω ένα τρόπο να τους βοηθήσω παρόλο που η δική μου εμπειρία απέχει από το τραύμα που βίωναν… Ο πατέρας μου δεν είναι «αγνοούμενος» αλλά πεθαμένος αλλά οι δικοί τους πατέρες είναι «αγνοούμενοι» και αυτό είναι ένα πολύ μεγαλύτερο δράμα από αυτό που έχω βιώσει…

Photo: Η μητέρα μου Turkan και ο πατέρας μου Niyazi τη δεκαετία του ΄40…

(*) Article published in the POLITIS newspaper on the 23rd of December 2018, Sunday.

No comments: