Tuesday, April 2, 2019

Αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία…

Αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία…

Sevgul Uludag

caramel_cy@yahoo.com

Τηλ: 99 966518

Την περασμένη βδομάδα ταξιδεύω από τη Λευκωσία στον Άγιο Ερμόλαο για να συναντήσω ένα μάρτυρα σχετικά με πιθανούς τόπους ταφής στο χωριό και η θέα απλά μου κόβει την ανάσα! Τέτοια χρώματα – πράσινο και κίτρινο και κηλίδες κόκκινου εδώ και εκεί: Οι κόκκινες παπαρούνες που φυτρώνουν φυσικά – παπαρούνες στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο και horoz lalesi στην τουρκοκυπριακή – αν δεν υπάρχουν φυτοφάρμακα στα χωράφια… Ο Άγιος Ερμόλαος μετά τις βροχές, έχει ακόμα και τη δική του μικρή λίμνη για την οποία περηφανεύεται…
Για χιλιόμετρα, δεν υπάρχει τίποτα – μόνο χωράφια και μερικά εργοστάσια για κοτόπουλα εδώ και εκεί, που ανήκουν στον Haciali από την Σκυλλούρα… Νομίζω ότι ο παππούς του Haciali ήταν από την Αγία Μαρίνα – το μικτό μαρωνίτικο και τουρκοκυπριακό χωριό που μετά το 1974 έχει γίνει χωριό φάντασμα… Θυμούμαι τον Mustafa Hadjiali από την παιδική μου ηλικία, ήταν ένας ψηλός, μελαχρινός άντρας με λεπτό μουστάκι που πουλούσε κοτόπουλα στο παντοπωλείο στη Λευκωσία στο κατάστημα που ονομαζόταν «Κοτόπουλα της Κρηνής (Kirni)». Είχε φάρμα με κοτόπουλα και πουλούσε κοτόπουλα και αυγά… Είχε επίσης ένα κατάστημα πάνω, κοντά στην πλαϊνή είσοδο του παντοπωλείου που ήταν ραφτάδικο και εκεί πολλά νεαρά κορίτσια έραβαν ρούχα… Το κατάστημα αυτό ήταν δίπλα στο σπίτι του Γιάννη και της Κακουλούς Έλληνα, που είχαν σκοτωθεί το 1963 και που είναι ακόμα «αγνοούμενοι» - είχα γράψει την ιστορία τους σε αυτές τις σελίδες και κάθε φορά που περνώ από εκεί θυμούμαι την Κακουλού από τη Γιαλούσα και την απίστευτη και τραγική ζωή της…
Έτσι, το ραφτάδικο αυτό ήταν δίπλα από το σπίτι της Κακουλούς και πηγαίναμε μαζί με την αδελφή και τη μητέρα μου, για να πάρουν μέτρα της αδελφής μου για ένα καινούργιο φόρεμα ή να διαλέξει ύφασμα για ένα φόρεμα για πάρτι… Σε όλη της τη ζωή της άρεσε να ντύνεται όμορφα και πάντοτε είχε ράφταινες να της ράβουν ρούχα… Ήταν ο καιρός που στην Κύπρο ακόμα δεν υπήρχε αφθονία έτοιμων ρούχων – όλοι έραβαν και οι ραπτομηχανές Singer ήταν κάτι πολύτιμο αντικείμενο να υπάρχει στο σπίτι… Για αυτούς που δεν ήξεραν πως να ράβουν ή δεν είχαν ραπτομηχανή, πάντοτε υπήρχαν ράφταινες που εργάζονταν στα σπίτια τους και κάποιες είχαν μαθητευόμενες, νεαρά κορίτσια που μάθαιναν ράψιμο… Η επιλογή του υφάσματος, η επιλογή των κουμπιών, η επιλογή των αξεσουάρ ήταν όλα μέρος αυτής της τελετουργίας και τότε η ράφταινα μετρούσε και έγραφε κάτω τις μετρήσεις και μετά έκοβε το ύφασμα… Πιθανόν αυτό να ήταν το πιο σημαντικό μέρος της διαδικασίας – όποια και να ήταν η ράφταινα, έκοβε το ύφασμα η ίδια, αφού θα της κόστιζε αν έκανε λάθος! Και μετά γίνονταν δύο πρόβες του φορέματος – η πρώτη πρόβα όταν θα διόρθωνε το φόρεμα σύμφωνα με το σώμα της πελάτισσας και μετά από λίγο, μια δεύτερη πρόβα όταν το φόρεμα ήταν σχεδόν τελειωμένο και όταν θα τοποθετούσε πάνω στο φόρεμα τα αξεσουάρ, αν υπήρχαν…
Η αδελφή μου Ilkay ήταν παντρεμένη με τον Kutlu Adali, ο οποίος ήταν ο προσωπικός γραμματέας του Denktash που τότε ήταν ο ηγέτης της κοινότητας στην Τουρκοκυπριακή Κοινοτική Συνέλευση. Έτσι η αδελφή μου και ο σύζυγος της πήγαιναν πολύ συχνά σε πάρτι και είχε απίθανα φορέματα φτιαγμένα για την ίδια… Πήγαινα μαζί της όταν αγόραζε το ύφασμα για το φόρεμα – σιφόν και ταφτάδες και μεταξωτά σε όμορφα χρώματα και για τα αξεσουάρ περνούσαμε μαζί από το οδόφραγμα στην οδό Λήδρας για να πάμε στου Diran όπου αγόραζε αστραφτερές χάντρες ή φτερά σε πράσινο χρώμα για να ραφτούν πάνω στο φόρεμα της ή πηγαίναμε στου Yaghcioghlou για όμορφα κουμπιά που ήταν – και είναι ακόμα – ο ειδικός για τα κουμπιά…
Ήμασταν φτωχές, η μητέρα μου και εγώ – ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν εφτά χρονών, αφήνοντας τα χρέη του σπιτιού που έκτισε για μας και η μητέρα μου είχε «σταθερό μισθό» 20 Κυπριακών λιρών… Με τα λεφτά αυτά, η μητέρα μου έπρεπε να συντηρεί τον αδελφό μου που σπούδαζε στην Άγκυρα ηλεκτρολόγος μηχανικός, να πληρώνει τα χρέη στην τράπεζα και να με μεγαλώνει εμένα… Δεν είχαμε λεφτά για τέτοιες «πολυτέλειες» έτσι η μητέρα μου έφτιαχνε για μένα «καινούργια» φορέματα από τα παλιά της ρούχα ή από τα ρούχα της αδελφής μου – έραβε το φόρεμα και μετά σχεδίαζε όμορφα κεντήματα με χάντρες και κλωστές με διάφορα χρώματα και δεν ήταν πια το παλιό φόρεμα της μητέρας ή της αδελφής μου. Θα ήταν κάτι εντελώς νέο… Ποτέ δεν είχαμε λεφτά για παλτά για μένα, έτσι σε όλη μου την παιδική και νεανική ηλικία φορούσα τα ξανασχεδιασμένα παλτά της μητέρας ή της αδελφής μου, μέχρι που ξεκίνησα να εργάζομαι και μπορούσα να αγοράσω τα δικά μου ρούχα… Οι ταξικές διαφορές ήταν ορατές μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, αλλά η μητέρα μου φρόντιζε να μην αισθάνομαι δυστυχισμένη και χρησιμοποιούσε όλη της την δημιουργικότητα με κουμπιά και χάντρες και χρωματιστές κλωστές για να κάνει κάτι παλιό να φαίνεται καινούργιο! Έμαθε να ράβει μέσω της ξαδέλφης της Ulufer και έραψε ακόμα και το νυφικό της… Η Tomris, αδελφή της Ulufer, ήταν καπελού και ήξερε να φτιάχνει καπέλα… Ήταν οι πλούσιες ξαδέλφες της μητέρας μου – νομίζω όλα τα ξαδέλφια της μητέρας μου ήταν πλούσιοι εκτός από εμάς αφού ο πατέρας μου διέπραξε την «αμαρτία» να αρνηθεί να ενταχθεί στην υπόγεια οργάνωση της τότε εποχής, λέγοντας «Δεν μπορώ να σκοτώσω κανένα…». Και η τιμωρία ήταν να μας φτωχύνουν, ο πατέρας μου να πεθάνει από καρδιακό επεισόδιο μετά την αποφυλάκιση του, η μητέρα μου να εργάζεται με «σταθερό μισθό» και ποτέ να μην πάρει αύξηση για πολλά χρόνια, παρόλο που εργαζόταν ασταμάτητα ως επικεφαλής της Τουρκοκυπριακής βιβλιοθήκης… Ως αποτέλεσμα, πληρώσαμε και εμείς για τη στάση του πατέρα μου, η μητέρα μου και εγώ, αλλά αυτό δεν μας σταμάτησε ποτέ από το να απολαμβάνουμε τη ζωή και τη γη – ακόμα και ένα μεταλλικό κουτί με κουμπιά με έκανε τόσο χαρούμενη όταν ήμουν παιδί…
Τα κουμπιά ήταν σημαντικά – για το κάθε πουκάμισο ή φόρεμα ή πουλόβερ ή μάλλινο τρικό ή σακάκι, διάλεγες διαφορετικά κουμπιά σύμφωνα με το στυλ και το χρώμα…
Η μητέρα μου πάντοτε είχε τουλάχιστον τρία μεταλλικά κουτιά γεμάτα με κουμπιά – αυτά ήταν μεταλλικά κουτιά από σοκολάτες Milk Tray ή τσάι Horniman's και αν διαφοροποιούσε ένα φόρεμα – κόβοντας το για να το μικρύνει για μένα – ποτέ δεν πέταγε τα κουμπιά αλλά τα φύλαγε σε αυτά τα κουτιά… Ακόμα και αν ένα φόρεμα ή παλτό ήταν φθαρμένο, φύλαγε τα κουμπιά…
Και ήταν με αυτά τα μεταλλικά κουτιά γεμάτα με κουμπιά που παίζαμε όταν ήμασταν παιδιά – όταν έρχονταν στο σπίτι μας τα μικρά παιδιά της αδελφής μου, παίρναμε τα μεταλλικά κουτιά με τα κουμπιά και παίζαμε με τα κουμπιά – φτιάχναμε φανταστικά τρένα ή αυτοκίνητα, τα τακτοποιούσαμε ανάλογα με το χρώμα ή το μέγεθος και όταν τελειώναμε, τα μαζεύαμε και γεμίζαμε τα κουτιά με τα κουμπιά…
Όταν πήγαινες στου Yaghcioghlou ή στη Munise ή στου Djoshkoun (Coskun) ή στη ΖΑΚΟ για να αγοράσεις κουμπιά για ένα φόρεμα ή παλτό, πάντοτε έπαιρνες μερικά παραπάνω σε περίπτωση που έχανες ένα κουμπί, έτσι πάντοτε υπήρχαν επιπλέον κουμπιά στο σπίτι για τέτοιες καταστάσεις…
Και φυσικά μετά, η αδελφή μου έπρεπε να βρει παπούτσια και κάπες και τσάντες που ταίριαζαν με το φόρεμα… Είχε διάφορους παπουτσήδες όπου πήγαινε και την συνόδευα όταν ήμουν παιδί – είναι 14 χρόνια μεγαλύτερη μου έτσι πήγαινα μαζί της όποτε μπορούσα, αφού ήθελα να κοιτάζω στον κόσμο των μεγάλων – και έπαιρναν μετρήσεις των ποδιών της και των αστραγάλων της και των κνημών της και επέλεγε το χρώμα του δέρματος από το οποίο ήθελε μπότες ή παπούτσια και επίσης σχεδίαζε το μοντέλο και μετά οι μπότες ή τα παπούτσια της ήταν έτοιμα σε λιγότερο από μια βδομάδα… Θυμούμαι αυτά τα εργαστήρια παπουτσιών όπου ηλικιωμένοι άντρες ή νεαροί μαθητευόμενοι δούλευαν με ξύλινα καλούπια όπου τοποθετούσαν το δέρμα με μικροσκοπικά καρφιά και στο κατάστημα υπήρχε η δυνατή μυρωδιά της γόμας και του δέρματος… Η κατασκευή παπουτσιών ήταν μια τέχνη και όλοι οι αδελφοί της μητέρας μου ήξεραν να φτιάχνουν παπούτσια – είχαμε ακόμα και καλούπι από γύψο για παιδικό παπούτσι που χρησιμοποιούσαν όταν έφτιαχναν παπούτσια…
Έτσι η αδελφή μου είχε κόκκινες μπότες, πράσινες μπότες, μπλε παπούτσια, μωβ παπούτσια – παπούτσια όλων των ειδών και χρωμάτων… Τότε δεν υπήρχε αφθονία εισαγόμενων παπουτσιών – γνωρίζαμε μόνο τα Clarks και τα Bata και τα υπόλοιπα φτιάχνονταν από συνεργατισμούς παπουτσήδων ή μεμονωμένους παπουτσήδες…
Τα παπούτσια αυτά άντεχαν πολύ καιρό και δεν καταστρέφονταν από τη βροχή ή την φθορά έτσι είχες ένα ζευγάρι παπούτσια για το σχολείο και τα φορούσες για ένα ολόκληρο χρόνο, εκτός και αν τα πόδια σου μεγάλωναν…
Όταν ήμουν παιδί είχα παπούτσια Clarks, πριν να πάει φυλακή ο πατέρας μου και όταν μπορούσαμε να αγοράσουμε παπούτσια Clarks… Η μητέρα μου Turkan Uludagh εκείνο τον καιρό θεωρούσε ότι τα καλύτερα παπούτσια στον κόσμο ήταν τα παπούτσια Clarks… Θυμούμαι εκείνα τα παπούτσια και έχω ακόμα και μια φωτογραφία που έβγαλε ο Kutlu Adali – ο δημοσιογράφος και συγγραφέας που δολοφονήθηκε το 1996 και που ήταν παντρεμένος με την αδελφή μου… Εκείνο τον καιρό, ο Kutlu Adali ήθελε να μπει στην οικογένεια μας και προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα μου Niyazi Uludagh να τον δεχτεί ως γαμπρό του… Έτσι ερχόταν συχνά για να με βγάλει φωτογραφία δίπλα στη λίμνη ή στο πάρτι των γενεθλίων μου και σε μια φωτογραφία, κάθομαι σε μια ξαπλωτή πολυθρόνα και πρέπει να είναι τα τρίτα μου γενέθλια… Φορώ ένα φόρεμα που έραψε η μητέρα μου για τα γενέθλια μου και έχω ένα μεγάλο άσπρο φιόγκο στα μαλλιά μου… Σε αυτή τη φωτογραφία μπορώ να διαβάσω τη λέξη «Clarks» κάτω από τα παπούτσια μου… Πιθανόν τα παπούτσια ήταν ολοκαίνουργια, για τα τρίτα μου γενέθλια – έτσι η φωτογραφία αυτή πρέπει να τραβήχτηκε το 1961…
Θυμούμαι τον παπουτσή Kilich από όπου μαζί με την παιδική μου φίλη Neshe Yashin πήραμε πανομοιότυπα κόκκινα παπούτσι με γυαλιστερή μπούκλα στο πλάι – αυτά ήταν τόσο κομψά παπούτσια και το κόκκινο χρώμα μας έδινε ενέργεια, μας έκανε να νιώθουμε ότι είχαμε μαγικά παπούτσια και μπορούσαμε να κάνουμε οτιδήποτε και να πάμε οπουδήποτε! Γυρίζαμε τους δρόμους της παλιάς Λευκωσίας εντός των τειχών, πηγαίναμε στην Τουρκοκυπριακή Κοινοτική Συνέλευση για να ακούσουμε τους Τουρκοκύπριους βουλευτές να συζητούν διάφορους νόμους του καιρού και καθόμαστε στο πίσω μέρος, γελούσαμε και βλέπαμε πως αυτός καθόταν ή ο άλλος αποκοιμόταν! Ήμασταν 10 ή 11 ή 12 χρονών… Εκείνα τα μαγικά κόκκινα παπούτσια μας έπαιρναν στη βιβλιοθήκη που ήταν γεμάτη βιβλία όπου εργαζόταν η μητέρα μου ή στο βιβλιοπωλείο του πατέρα της – πάλι γεμάτο βιβλία – το βιβλιοπωλείο του Ozker Yashin και διαβάζαμε και διαβάζαμε και διαβάζαμε και γράφαμε και γράφαμε και γράφαμε… Η Neshe έγραφε ποιήματα και τα πρώτα χρόνια του γυμνασίου όταν ήμασταν περίπου 12 χρονών, απάγγελε τα ποιήματα της σε διαγωνισμούς ποίησης στο σχολείο μας και κέρδιζε βραβεία… Εγώ έγραφα εκθέσεις αλλά και ποιήματα, αλλά το δυνατό μου σημείο ήταν η πεζογραφία… Ο πατέρας της Neshe όταν είδε ένα από τα γράμματα που έγραψα στη Neshe όταν στην ηλικία των 15 χρονών βρισκόμουν στις ΗΠΑ ως μαθήτρια ανταλλαγής με υποτροφία Fulbright, της υπόδειξε ότι μια μέρα θα γινόμουν συγγραφέας… Όταν επέστρεψα στην Κύπρο μετά την υποτροφία, είπε και σε μένα επίσης ότι «Η πένα σου είναι δυνατή, γράφεις καλά… Θα γίνεις συγγραφέας…»
Θυμόμαστε και οι δύο τα κόκκινα παπούτσια διότι οι οικογένειες μας μπορούσαν να αγοράσουν ένα ζευγάρι παπούτσια ίσως μια φορά το χρόνο για μια σημαντική περίσταση όπως την έναρξη της σχολικής χρονιάς ή τα γενέθλια ή το Μπαϊράμι ή η Πρωτοχρονιά…
Με κάποιο τρόπο το ταξίδι προς τον Άγιο Ερμόλαο έφερε πίσω όλες αυτές τις αναμνήσεις… Η μητέρα μου πέθανε, ο πατέρας μου πέθανε, η μητέρα και ο πατέρας της Neshe πέθαναν, ο Kutlu Adali δολοφονήθηκε και εμείς παραμένουμε σε αυτή τη γη για να θυμούμαστε τον παλιό καιρό και να αγαπούμε τις αναμνήσεις μας, ακόμα και αν μερικές από αυτές είναι πικρές…

(*) Article published in the POLITIS newspaper on the 31st of March 2019, Sunday.

Photos:

1. Όλες οι φωτογραφίες αυτές τραβήχθηκαν το 1961 από τον Kutlu Adali, σύζυγο της αδελφής μου

2. Το φόρεμα της μητέρας μου και το δικό μου ράφτηκαν από τη μητέρα μου για τα γενέθλια μου καθώς γιορτάζαμε μαζί σε αυτή τη φωτογραφία του 1961

No comments: